Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2007

got time if you want to

Οριστική αποχώρηση του 2007 σε λίγες ώρες, καιρός να τελειώνουν και οι ενδοσκοπήσεις, ανασκοπήσεις, απολογισμοί.
Άνοιξα κουτάκια, έκλεισα συρταράκια, ξεσκόνισα το μυαλό μου, δεν βρήκα και πολλά πράγματα να θυμάμαι από τη χρονιά που φεύγει. Κρατάω το ταξίδι στην Αμερική και τη γνωριμία κάποιων αξιοθαύμαστων ανθρώπων.
Κατά τ’άλλα, υποτονική χρονιά, ξεκίνησε αισιόδοξα, τελειώνει καταθλιπτικά.
Όχι ότι ανυπομονώ να υποδεχτώ τον νέο χρόνο.
Αν γινόταν λίγο να τον πάγωνα, να μπορούσα να ηρεμήσω και να σκεφτώ ξεκάθαρα και μετά να συνεχίσω.
Αλλά τελικά δεν δουλεύουν τα new year resolutions, που να χτυπιέσαι κάτω, αν δεν είναι να έρθει, δεν θα’ρθει. Μοιρολατρικό το τελευταίο, αλλά δε βαριέσαι, τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια.
Ας τα μαζέψω λοιπόν κι εγώ, να προλάβω να ετοιμαστώ για το ρεβεγιόν. Καλά ξενύχτια...

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2007

walking in winter syntagma-land







Motortown


To “Motortown” ανέβηκε στο Royal Court του Λονδίνου το 2006.
Όπως δηλώνει ο συγγραφέας του, ο Σάιμον Στήβενς, είναι ένα έργο για την Αγγλία σε πόλεμο και γράφτηκε σε 4 μέρες.
Συνεχίζει: «Ήθελα να γράψω ένα έργο που δεν θα αθωώνει, αλλά θα ενοχοποιεί. Ήθελα να γράψω, όσο πιο ειλικρινά μπορούσα, για το μέγεθος της ευθύνης, της δικής μου και όλου του ακροατηρίου μου, στη δημιουργία και τη διαιώνιση ενός πολιτισμού που καθοδηγεί αυτούς τους πολέμους. Το έργο γεννήθηκε μέσα από μια κατάσταση σύγχυσης.
Δεν καταλάβαινα γιατί ένιωθα εκνευρισμένος με την αντιπολεμική καμπάνια και τις πορείες στο Χάιντ Παρκ. Δεν καταλάβαινα γιατί ένιωθα περισσότερη συμπάθεια για τον Γκάρι Μπάρτλαμ, που καταδικάστηκε στο Όσναμπρουκ για κάμποσα αδιευκρίνιστα εγκλήματα σε σχέση με Ιρακινούς κρατούμενους, παρά τον Χάρολντ Πίντερ ή τον Ντέιμον Άλμπαρν.
Τώρα πια βλέπω πως η σύγχυση μου πήγαζε από το γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό αυτή η αρχική αντιπολεμική καμπάνια αποσκοπούσε σε μια ηθική σταθερότητα, κάτι που πλέον είναι ανέφικτο. Σ’αυτούς τους πολέμους, όπως και σε αυτή τη χώρα, στις αρχές της νέας χιλιετίας, δεν υπάρχουν πια καλοί και κακοί.»
Το έργο, στην εκδοχή του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου στο Θέατρο Νέου Κόσμου, βρίθει ενοχών και σύγχυσης, αυτό είναι σίγουρο.
Και βίας – βία που εξωτερικεύεται, αν και φαινομενικά δε δικαιολογείται, αλλά και βία υφέρπουσα συναισθήματα που αναρωτιέσαι αν θα εκραγούν από στιγμή σε στιγμή. Η βία επί σκηνής, μαζί με το γυμνό, επιδρούν παραλυτικά στον θεατή, άλλωστε δεν μπορείς να κοιτάξεις κι αλλού, και στο Motortown υπάρχει μια αντίστοιχη σοκαριστική σκηνή, όπου οι δύο πρωταγωνιστές (Γιώργος Γάλλος, Νατάσα Ζάγκα) αποδίδουν τα μέγιστα.
Η σκηνή με το ζευγάρι στη θάλασσα είναι επίσης βασική στο έργο, αν και νομίζω ότι εννοιολογικά ξεπέφτει στον διδακτισμό.
Συνολικά η παράσταση ήταν προσεγμένη, ωστόσο με άφησε με την αίσθηση ότι όλα αυτά τα έχω ξαναδεί/ξανακούσει με άλλο τρόπο, από άλλους συγγραφείς, λίγο πιο πρωτότυπα.
Από την άλλη, πρόκειται για ένα έργο αποτέλεσμα της σύγχυσης, όπως λέει και ο δημιουργός του, άρα μπορούμε να το ερμηνεύσουμε και ως σημείο των μπερδεμένων καιρών.
Κατά την άποψή μου, το έργο παραχαϊδεύτηκε από κριτικούς και μίντια - βέβαια, τον Θεοδωρόπουλο τον εκτιμώ και τον παρακολουθώ από την αρχή του εγχειρήματος του Θεάτρου του Ν. Κόσμου.
Πολύ θετική εντύπωση μου έκανε ο Ευθύμιος Παπαδημητρίου, σε ένα σχετικά μικρό, αλλά αξιοπρόσεκτο ρόλο.

ξεκουμπίδια


Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2007

Καλά Χριστούγεννα, κλπ


Παραμονή Χριστουγέννων πρωί στον ηλεκτρικό, τα βαγόνια είναι άδεια.
Δεν το περίμενα, αλλά σε κάθε στάση μπαίνουν παιδάκια, ανά δύο, και λένε τα κάλαντα. Τσάτρα-πάτρα, αλλά με το τριγωνάκι τους τα λένε.
Σε μια στάση μπαίνουν δύο ζεύγη παιδιών, από τη μεσαία πόρτα δυο κοριτσάκια, το μεγαλύτερο γύρω στα 8 και από την μπροστινή δυο αγόρια, μεταξύ 12-14.
Τα αγόρια, βλέποντας τον ανταγωνισμό, και πριν καν κλείσει η πόρτα και ξεκινήσει το τρένο, αρχίζουν με πολύ δυνατή και άκαμπτη φωνή να τραγουδάνε το Καλήν ημέραν άρχοντες. Τα κοριτσάκια, απογοητευμένα, κοιτιούνται μεταξύ τους, ψιθυρίζουν κάτι, αλλά τελικά χαμογελούν. Κατεβαίνουν στην επόμενη στάση και τρέχουν για να προλάβουν να μπουν σε κάποιο άλλο βαγόνι του τρένου, να είναι μόνες τους για να πουν τα κάλαντα...

un, dos, tres, toco la pared


Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007

Χταπόδια στην Ομίχλη

Όλοι λένε ότι η Ομίχλη είναι καλή ταινία - ασχέτως αυτού, εγώ πιστεύω ότι αγγίζει τις παρυφές του cult.
Τα βιβλία του Stephen King ομολογώ ότι είναι σαν μίκυ μάους για μένα.
Ο Ντάραμποντ τα έχει πάει καλά μέχρι στιγμής με τις διασκευές των ιστοριών του King, άρα... ποπ κορν, αναψυκτικό και βύθισμα στην σινε-πολυθρόνα.
Ένταση, αγωνία, λαχτάρα και ατμόσφαιρα υπάρχει στην ταινία. Επίσης, η δράση αρχίζει αμέσως.
Μέχρι που εμφανίζονται τα τέρατα (μερικά δε, έχουν και τεράστια πλοκάμια) και χάνεται η μυστικοπάθεια και το όποιο μεταφυσικό του θέματος.
Από δω και πέρα, όλο το έργο βασίζεται στη διαπλοκή των χαρακτήρων, και τον απόλυτο ρόλο κατέχει ανάμεσά τους αυτός που ερμηνεύει η Marcia Gay Harden. Είναι απόλαυση πώς ολόκληρο το σινεμά συμμετέχει με γιουχαρίσματα, χειροκροτήματα, ή, εχμ, άλλες αντιδράσεις απέναντι στις ατάκες της στο έργο. Αν ήταν θεατρικό (που θα μπορούσε να είναι), θα μιλούσαμε για λιντσάρισμα του ηθοποιού από το κοινό!
Στον αντίποδα της θρησκομανούς μέγαιρας υπάρχει η γιαγιάκα-μαγκάιβερ Frances Sternhagen (η πεθερά της Σάρλοτ στο sex & the city!) και ο αναπάντεχα cool (έπαιξα-κι-εγώ-τον-Truman-Capote) Toby Jones. Η μύγα μες στο γάλα είναι ο πρωταγωνιστής/wannabe action hero, Thomas Jane, ο οποίος φαίνεται ανίκανος να παίξει, άσε που προσπαθεί αφόρητα να μιμηθεί τον Τομ Χανκς – λες αυτόν είχε για πρώτη επιλογή ο σκηνοθέτης;
Πιο πολύ απ’όλα μου άρεσε το φινάλε της ταινίας, που δεν με χαροποίησε δηλαδή, αλλά νομίζω ότι αυτό ξεχωρίζει την ταινία από τις άλλες τις σειράς. Και οι διάλογοι στο σουπερμάρκετ. Και η προετοιμασία της απόδρασης. Και η αγωνία του τοπίου στην ομίχλη…
Αν δεν φαινόντουσαν (σε μένα τουλάχιστον) τόσο αστεία τα τέρατα, θα μιλούσα για ταινία της χρονιάς.

supersonic feeling

Ο υπόκωφος βήχας του επιβάτη στο τρένο.

Το θρόισμα του σμήνους των αποδημητικών πουλιών (υπάρχουν ακόμα αυτά;).

Το σύρισμα του τσαλακώματος των φύλλων της εφημερίδας.

Το μουρμούρισμα των λαμπιονιών με μουσική, γύρω-γύρω στα στολισμένα μπαλκόνια.

Το τσίκι-τσίκι που κάνουν τα δάχτυλα του πάνω στο κινητό, όταν ο διπλανός γράφει μήνυμα.

Ο ξεσηκωτικός βηματισμός των καινούριων τακουνιών, βιαστικά, πάνω στο πεζοδρόμιο.

Η βοή του αχνού που βγαίνει από την καφετιέρα όταν ετοιμάζεται ο καφές.

Ο ήχος μυργμηγκιών από τη δυναμωμένη μουσική, στα ακουστικά της κοπέλας που ακούει τραγούδια από το mp3 της.

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2007

η τέχνη κάνει τη ζωή ανεκτή, η ποίηση μπορεί και να την ομορφύνει

Ποίημα που του λείπει η χαρά αφιερωμένο σε γυναίκα υπέροχη δωρήτρια πόθου και γαλήνης

αφού το θέλεις
γυναίκα αρμονική κι'ωραία
έτσι καθώς ένα βράδυ του Μαϊου ετοποθέτησες απλά κι ευγενικά μιαν άσπρη ζωντανή γαρδένια
ανάμεσα στα νεκρά λουλούδια
μέσα στο παλιό - ιταλικό μου φαίνεται - βάζο με παραστάσεις γαλάζιες τεράτων και χιμαιρών
έλα
πέσε στα χέρια μου
και χάρισε μου
- αφού το θέλεις -
τη θλίψη του πρασίνου βλέμματός σου
τη βαθειά πίκρα των κόκκινων χειλιών σου
τη νύχτα των μυστηρίων που είναι πλεγμένη μέσα στα μακρυά μαλλιά σου
τη σποδό του υπέροχου σώματός σου

- Ν. Εγγονόπουλος


Άργησα να πάω στην έκθεση του Εγγονόπουλου, αλλά πήγα, και ήταν μια ωραία και περιεκτική έκθεση - μπορείς να δεις τους πίνακες που ζωγράφησε, αλλά και πολλά από τα ποιήματα που έγραψε, σκίτσα που έφτιαξε, θεατρικά κοστούμια που ζωγράφησε.

Πριν τον Εγγονόπουλο, πέρασα και από την (μικρή) έκθεση της Εριέτας Αττάλη "Τοπία Αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα". Οι φωτογραφίες είναι πολύ ωραίες, μερικά από τα κτήρια πολύ άσχημα, αλλά αν έχει "μάτι" ο καλλιτέχνης μπορεί να τα μεταμορφώσει, μετουσιώσει ας πούμε, σε θέαμα όμορφο και άξιο προσοχής.

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2007

dog day afternoon




πρότζεκτ μελομακάρονα

Την 1η φορά που έφτιαξα κουραμπιέδες, τους έκανα με κουπάτ σε σχήμα αστεριού και βγήκαν μικροί και κριτσανιστοί, σα μπισκοτάκια με ζάχαρη άχνη.
Ο πεθερός τα λάτρεψε και τα εξαφάνιζε με τον καφέ του, η πεθερά είπε ότι απέφευγε να κάνει κουραμπιέδες, ακριβώς για το λόγο ότι της έβγαιναν πολύ κριτσανιστοί και δεν έπρεπε. (Οι γονείς, δεν το συζητάμε, δάκρυσαν και μόνο στην ιδέα «η κόρη μας έφτιαξε κουραμπιέδες»).
Κι εγώ είχα δακρύσει την πρώτη φορά, αλλά από νεύρα – είχα κατά λάθος μετακινήσει απότομα τη λαδόκολλα με τη ζάχαρη άχνη και η φλοκάτη της κουζίνας έγινε κάτασπρη από το ζαχαρένιο νέφος. Καθάριζα ώρα, βράζοντας στο ζουμί μου, αλλά έριχνα και κλεφτές, περήφανες ματιές, στο πιάτο με τα λευκά αστεράκια. Κάθε αρχή και δύσκολη.
Πέρσι πρώτη φορά τόλμησα να φτιάξω μελομακάρονα. Μέχρι τώρα τα παρείχε η μαμά και η πεθερά – της δεύτερης ήταν τα καλύτερα, παράδεισος! Γευστική αμαρτία! Έλεγα στον εαυτό μου, θα τρώω μόνο ένα για πρωινό και ένα με τον απογευματινό καφέ, αλλά η τεράστια πιατέλα άδειαζε ασκαρδαμυκτί, χαρίζοντάς μου 30 κιλά σε 2 ημέρες.
Ε, τα δικά μου μελομακάρονα βγήκαν όχι και μέχρι το μεδούλι μελωμένα, γεγονός που δέχτηκε ως επί το πλείστον, αρνητικές κριτικές, ωστόσο η πιατέλα άδειασε, δηλαδή δεν έμειναν παρά μόνο τρίμματα καρυδιού κολλημένα στο μέλι. Φέτος λέω να ξαναφτιάξω, με μια παραλλαγή της περσινής συνταγής.
Αν δε με πιάσει καμιά γιορτινή τεμπελιά ή αν δεν κρεβατωθώ από κανένα κρυολόγημα, λέω φέτος να φτιάξω και βασιλόπιτα. Οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη...

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2007

Are u facebooking 2 me?

Μου αρέσει που:

  • ξαναβρίσκω παλιούς γνωστούς
  • εκεί που νιώθω βαρεμάρα / μοναξιά / κλπ, φίλοι και γνωστοί μου στέλνουν από το πουθενά ποτάκια, δωράκια και λουλουδάκια (και είναι ωραία)
  • ενδιαφέρονται αν έχω καιρό να ανανεώσω το mood
  • μπορώ να χαζεύω τα προφίλ των άλλων
  • α, ο τάδε παντρεύτηκε και έκανε και παιδί! Πω πω…
  • μαθαίνω σε ποια πόλη θα έπρεπε να ζήσω, με ποιόν σελέμπριτι ταιριάζω, ποιος χαρακτήρας από τα Friends είμαι, τι έργο τέχνης θα ήμουν, τι ναρκωτικό είμαι, σκύλος ή γάτα, νορμάλ ή όχι, κλπ
  • ενισχύθηκε η κοινωνική μου ζωή (χα, βλέπε πάσης φύσεως reunions)
  • με ένα εικονίδιο μπορώ να εκφράσω ό,τι δεν θα έλεγα ούτε με 1000 λέξεις
  • δεν είμαι πια 20 χρονών για να μπλεχτώ σε ένα κυκεώνα διαδικτυακών και εντελώς εικονικών σχέσεων
  • υπάρχουν οι υπενθυμίσεις γενεθλίων και έτσι δεν ξεχνάω κανέναν πια - αν γινόταν να βάζανε και τις ονομαστικές εορτές θα ήταν ακόμα καλύτερα
  • φέτος στόλισα όσο νωρίς ήθελα το χριστουγεννιάτικο δέντρο (πρώτα ον-λάιν και μετά σπίτι μου :)
  • είναι ένα κοινωνικό μέσο χασίματος χρόνου, ειδικά όταν θες ουσιαστικά να χαθείς από τους πάντες και τα πάντα...

Δε μου αρέσει που:

  • κολλάνε τα applications
  • πρέπει κάθε τόσο να σετάρω το mood μου. Αμάν ρε παιδί μου, είπαμε, έχω κατάθλιψη, άσε με στην ησυχία μου!
  • στέλνουν κάθε τρεις και λίγο spam Yes στο r u interested
  • οι άλλοι μπορούν να παρακολουθούν τη ζωή μου («είδα ότι ψάχνεις δωμάτιο, αλήθεια πού σκοπεύεις να πας τα χριστούγεννα;»)
  • μου στέλνουν σωρηδόν προσκλήσεις για άσχετα νέα applications – συνήθως δέχομαι, αλλά σπάνια τα χρησιμοποιώ
  • κάνω τεστάκια για να δω πόσο ταιριάζω σε διάφορους τομείς με το πρόσωπο που μου έστειλε την πρόσκληση, ενώ ξέρω από πριν την απάντηση
  • δεν είμαι πια 20 χρονών και να έχω τη δυνατότητα να γνωρίσω κάποιον χωρίς να χρειαστεί αναγκαστικά και να τον συναντήσω (αν τελικά δε γουστάρω)
  • με καλούν σε βαρετά reunions…
  • τι σκτ φωτό να βάλω στο προφίλ μου;;;
  • που έχουν χαζο-αμερικανιές τύπου gingerbread cookies. Κουραμπιέδες και μελομακάρονα είναι πιο νόστιμα, παγκοσμιοποίηση sucks!
  • είναι ένα ασύστολο χάσιμο χρόνου…

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2007

ντομ μιέλνικαβα (το σπίτι του Μέλνικοφ)


Melnikov House (1929) – Moscow, Russia
Architect: Константин Степанович Мельников
Materials: bricks, glass

Το κτήριο αποτελείται από δύο λευκούς κυλίνδρους που διαπλέκονται εσωτερικά μέσω μιας ελικοειδούς σκάλας. Οι τοίχοι είναι κατάστικτοι από εξαγωνικά παράθυρα που κάνουν το οίκημα να μοιάζει με ευμεγέθη κυψέλη - συνολικά 200 παράθυρα και ανοίγματα πλημμυρίζουν με φως το σπίτι (που ήταν χώρος διαμονής αλλά και εργασίας του καλλιτέχνη), ενώ κάποια δωμάτια έχουν σφηνοειδή μορφή.

Ακούγεται περίπλοκο, ωστόσο εκτός από μια μοναδική στιγμή έμπνευσης, ο συγκεκριμένος τρόπος κατασκευής οφείλεται και στην έλλειψη (ή κρατική διανομή με το δελτίο) βασικών πρώτων υλών, όπως ξύλο, τούβλα, γυαλί. Ο ίδιος ο Melnikov πρότεινε στο σοβιετικό καθεστώς ένα παρόμοιο τρόπο κατασκευής οικοδομικών συγκροτημάτων και πολυκατοικιών, αλλά η πρόταση απορρίφθηκε.

Περίεργο είναι έτσι κι αλλιώς που ένας πολίτης, ένας ιδιώτης, σχεδίασε ο ίδιος και κατασκεύασε το δικό του σπίτι, εκείνη την κομμουνιστική εποχή στη Σοβιετική Ένωση. Ευτυχώς που το αντιπροσωπευτικό αυτό δείγμα ρωσικής κονστρουκτιβιστικής αρχιτεκτονικής επιζεί ακόμα μέχρι τις μέρες μας, στο κέντρο της Μόσχας.



www.muar.ru
http://arts.guardian.co.uk/features/story/0,,1580263,00.html
http://en.wikipedia.org/wiki/Konstantin_Melnikov

Συμβασιούχοι

Υπάρχουν δημόσιες υπηρεσίες οι εργαζόμενοι των οποίων είναι κατά 50% μόνιμοι και κατά 50% συμβασιούχοι.
Οι μόνιμοι είναι αυτό που λέει η λέξη, οι συμβασιούχοι είναι (τουλάχιστον στην υπηρεσία στην οποία αναφέρομαι) άνθρωποι που συμφώνησαν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο κράτος για χρονικό διάστημα ενός έτους, έναντι ορισμένης αντιμισθίας.
Και μετά τελειώνει ο χρόνος και μην τους είδατε.
Θέλω να πω, για θέσεις εργασίας που ορίζονται ούτως ή άλλως στο οργανόγραμμα και για αντικείμενο που χρειάζεται εξορισμού υποκείμενο να το πραγματώσει, δεν προσλαμβάνεται σταθερός υπάλληλος (θες να το πεις μόνιμος, θες αορίστου χρόνου), αλλά κάθε φορά αλλάζει, στο χρόνο που ορίζει η σύμβασή του, και στο πλαίσιο ικανοποίησης των αντίστοιχων εκάστοτε πολιτικών συμφερόντων...
Ας παραμείνουμε στην εικόνα της Υπηρεσίας που κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, το 50% των θέσεων εργασίας της αδειάζει. Πρακτικά δηλαδή φεύγουν οι μισοί από τους εργαζόμενους της υπηρεσίας, οι οποίοι, έστω μέσα σε ένα χρόνο, είχαν μάθει να κάνουν τη συγκεκριμένη δουλειά τους, λιγότερο ή περισσότερο πολύπλοκη δεν έχει σημασία, και ξαφνικά αυτοί πρέπει να φύγουν και να έρθουν άλλοι στη θέση τους – το 50% του συνόλου των εργαζομένων.
Φτου κι απ’την αρχή δηλαδή να τους δείξουν οι μόνιμοι υπάλληλοι τι πρέπει να κάνουν, γιατί φυσικά είναι ελάχιστες οι φορές που η παλιά με τη νέα φουρνιά συμβασιούχων συμπίπτει, προκειμένου να «εκπαιδεύσει» ο προηγούμενος τον επόμενο και να κυλήσουν ομαλά τα πράγματα. Και να εξηγείς σε έναν καινούριο κάτι που σε ένα χρόνο θα πρέπει να ξαναεξηγήσεις στον επόμενο καινούριο, δεν είναι ό,τι πιο ευχάριστο. Σίγουρα πάντως δεν είναι ό,τι πιο παραγωγικό ή λειτουργικό.
Για την ίδια την Υπηρεσία, αν θέλουμε να μιλήσουμε τεχνοκρατικά, η προαναφερθείσα διαδικασία κοστίζει σε χρόνο, χρήμα, ανθρωποώρες, ευελιξία, αποτελεί καταστρατήγηση της φιλοσοφίας των οικονομιών κλίμακος και τελικά υποβαθμίζει την ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας στον απλό, «μέσο», εμένα, εσένα, έλληνα πολίτη.
Ψυχολογικά αν το πάρεις, καταρρακώνει τους ανθρώπους, που και να μη θέλουν, έναν ολόκληρο χρόνο συνδέονται μεταξύ τους, και άντε κάθε φορά στο τέλος της χρονιάς τα κλάματα, οι αποχαιρετισμοί (καλά, κάποιοι χαίρονται εκατέρωθεν που θα φύγουν οι άλλοι, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα) και να μετά από λίγο οι νέες γνωριμίες, οι χαιρετούρες, η προσπάθεια να ψυχανεμιστείς τι είναι το καινούριο φρούτο που ήρθε στο γραφείο.
Οι δε όροι εργασίας των συμβασιούχων είναι μιας εποχής μάλλον μεσαιωνικής για τα σημερινά δεδομένα. Οι συμβασιούχοι δεν δικαιούνται καθόλου άδεια, πρακτικά δηλαδή δεν επιτρέπεται να αρρωστήσουν, δεν πρέπει να πάνε διακοπές, δεν μπορούν να έχουν μια μέρα να κάνουν τις έκτακτες δουλειές που προκύπτουν στη ζωή, εκτός κι αν ο προϊστάμενος είναι άνθρωπος με κατανόηση και κάνει τα στραβά μάτια – ειδάλλως, αν λείψεις και είσαι συμβασιούχος, σου κόβεται το αντίστοιχο ημερομίσθιο της ούτως ή άλλως πενιχρής σου αντιμισθίας. Εννοείται βέβαια ότι ο συμβασιούχος δεν δικαιούται ούτε δώρα χριστουγέννων, εορτών, διακοπών, ούτε τα όποια επιδόματα, ούτε τίποτα.
Σε σύγκριση με τον μόνιμο, είναι παιδί ενός κατώτερου θεού, κι ας κάνει πολλές φορές ίδια ή και περισσότερη δουλειά από τον μόνιμο υπάλληλο.
Θα μου πεις, γιατί κάποιος επιλέγει να γίνει συμβασιούχος; Κάποιοι δεν το επιλέγουν, είναι το πρώτο σκέλος της απάντησης - όπως πολλά άλλα πράγματα, έτσι κι αυτό το φέρνει η ζωή.
Υπάρχουν όμως και πολλοί άλλοι, οι περισσότεροι αν θες, οι οποίοι έρχονται φυτευτοί από κάποια ανώτερη δύναμη, βλέπε μάνα ή πατέρα σε διευθυντικό γραφείο υπουργού, μέγα τμηματάρχη, μέλος ευρύτερου συγγενικού κύκλου εξέχοντος πολιτικού και δε συμμαζεύεται. Συνήθως αυτές οι περιπτώσεις είναι και οι πιο δραματικές από άποψη εργασιακής ισορροπίας, καθότι οι ανωτέρω συμβασιούχοι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων φέρονται σαν κωλόπαιδα, είτε έχουν την ηλικία παιδιού είτε όχι, δεν παρέχουν καμία βοήθεια στο έργο της υπηρεσίας και μάλλον περισσότερα προβλήματα δημιουργούν με την ανώριμη ή ακόμα χειρότερα, ρουφιανική συμπεριφορά τους.
Ξέρω, το πιθανότερο είναι να πει κάποιος διαβάζοντας τα παραπάνω, σιγά μωρέ, μπουρδέλο είναι το δημόσιο, οι συμβασιούχοι μας χάλασαν;
Παρόλαυτα, κανείς δεν δικαιούται να μιλάει για μεταρρυθμίσεις και αναβάθμιση του δημόσιου τομέα, εάν πρώτα δεν (τολμήσει να) λύσει το πολιτικά επαίσχυντο και αναχρονιστικό, κοινωνικά άδικο και απαξιωτικό, και διοικητικά, απλά απαράδεκτο πρόβλημα της ύπαρξης συμβασιούχων εργαζομένων.

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2007

Samantha Morton

Είναι μερικοί ηθοποιοί – κολλάς με το πρόσωπό τους, κι ας μην τους λες και ωραίους. Ή ωραίες.

Πάρε τη Σαμάνθα Μόρτον για παράδειγμα. Είναι μουτράκι γλυκό και έξυπνο μαζί, αλλά είναι και φορές που μοιάζει με ξασπρισμένη, ατημέλητη, αδιάφορη εγγλέζα νοικοκυρά.

Ένα τέτοιο ρόλο έπαιξε και ως σύζυγος του Ίαν Κέρτις στο “Control” (κακία). Έχει παίξει και πιο κομψούς ρόλους, πχ στο “Sweet & Lowdown” του W. Allen, που της έδωσε την πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ, αλλά και ρόλους όπου φαίνεται εύθραυστη, αλλόκοσμη, όμως ανθρώπινη και χειροπιαστή σε δεύτερη ανάγνωση. Πχ, ως «προγνώστης» Άγκαθα στο Minority Report, έκανε τον Τομ Κρουζ να δείχνει ακόμα πιο ηλίθιος από ό,τι συνήθως δείχνει στις ταινίες του.

Ένιγουέι, το Σαμανθάκι κάνει και ένα πέρασμα από την Elizabeth II, ως Mary Stewart, αλλά κάτι δεν πάει καλά στην εμφάνισή της, που βασιλική δεν τη λες, μάλλον προς αγγλίδα αρχοντοχωριάτα φέρνει. Και η ερμηνεία, φφφ, επιφανειακή και πομπώδης, κάπως όπως και όλη η ταινία άλλωστε. Είναι προφανές ότι ο σκηνοθέτης λατρεύει την Κέιτ Μπλάνσετ και αυτήν ευνόησε στα πλάνα, στα φορέματα, σε όλα.
Εγώ πάντως θυμήθηκα την πιο σέξι εμφάνιση της Σαμάνθα στην οθόνη, στο ούτως ή άλλως όμορφο βιντεάκι των U2 για το Electrical Storm.



Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2007

i don't worry cause, everything's gonna be alright (όλοι μαζί)

Το τελευταίο - μεγάλο - διάστημα με πλάκωσε τόση κατάθλιψη που παραλίγο να καταλήξω emo (ίσως βάψω τα νύχια μαύρα, παρόλαυτά).

Η μουσική δεν αποτελεί πλέον τόσο καλό καταφύγιο, ούτε καν food for thought, τα πράγματα φαίνονται να με ξεπερνούν και να μη με αφορούν καθόλου σε αυτό τον τομέα πια.

Πάντως, το παρακάτω τραγουδάκι το ακούω με ευχαρίστηση αυτόν τον καιρό. alicia, well done.


Music Videos - No One

reset password

under the blacklight



sarcasm prevails


and then, there's hope

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2007

καρεκλάτο

Πίστευα ότι η ενασχόληση μου με τις καρέκλες θα άρχιζε και θα τελείωνε με την επιλογή καθισμάτων για την τραπεζαρία, άντε και κάποιων συμπληρωματικών για το σαλόνι.
Έλα όμως που, με ερέθισμα το κατάλληλο βιβλίο και κάποια όνειρα για dream houses, το πνεύμα της αναζήτησης ξαναχτυπά.
Οι πιο αγαπημένες και όμορφα σχεδιασμένες φαίνονται παρακάτω. Δεν προσφέρονται όλες για άνεση και ξεκούραση, αλλά τις τους νοιάζει τους ντιζάινερς αυτό;

Armchair for the Casa Calvet (1989-1900) - Antonio Gaudi y Cornet

Ας ξεκινήσουμε με τον αγαπητό Γκαουντί. Ξέρω, δεν είναι καθόλου μίνιμαλ, αλλά εμένα μου αρέσει πολύ. Μου θυμίζει και το σαλονάκι της γιαγιάς μου.

Hill House chair (1904) - Charles Rennie Mackintosh

Σε κάποια προηγούμενη ζωή μου, γεννήθηκα στη Γλασκόβη, βρισκόμουν στον άμεσο κύκλο του Μάκιντος, σύχναζα στα tearooms και όλα μου τα έπιπλα ήταν σαν αυτά του Hill House. I adore CRM, έστω και αν είναι μιας άλλης εποχής. Ή όχι;

Berlin chair (1923) - Gerrit Rietvelt

Η πασίγνωστη είναι η κόκκινη-μπλε καρέκλα του, αλλά κι αυτή αποτελεί εξίσου καλό βάσανο της μεσούλας σου. Κλασικό αντικείμενο.


Wassily, model n.b3 (1925-1927) - Marcel Breuer

Εντελώς αρχιτεκτονική και αρκούντως μη-άνετη πολυθρόνα-καρέκλα. Έχει μεγάλη ιστορία. Απομιμήσεις απαντώνται συχνά σε ιατρεία, δικηγορικά γραφεία, κλπ.

Barcelona (1929) - Ludwig Mies van der Rohe

Αξίζει να αποταμιεύεις ευρουλάκι-ευρουλάκι, για όσο χρειαστεί, προκειμένου να αποκτήσεις μια ορίτζιναλ μπαρτσελόνα. Και μετά θα στέκεσαι να κοιτάς την ισορροπία, τη θαυμάσια απλότητα, την ιδιοφυία του σχεδιασμού. Τελοσπάντων, ακόμα μαζεύω. Απόλυτο respect.

Chaise Longue (1928) - Le Corbusier, Pierre Jeanneret & Charlotte Perriand

Δίπλα στο όνομα του Κόρμπι, τα σχόλια περιττεύουν.
Paimio (1930-31) - Alvar Aalto

Όχι ο πιο αγαπημένος μου σχεδιαστής, αλλά οι κούρμπες του είναι συναρπαστικές.

Butterfly (1938) - Jorge Ferrari-Hardoy, Juan Kurchan & Antonio Bonet

Πίστευες ποτέ ότι η διπλωτή καρέκλα παραλίας κρύβει ιστορία πίσω της; Μόνο κακό, μια ελαφριά αστάθεια, αν πάρεις την κακή αντιγραφή δηλαδή...

Landi (1938) - Hans Coray

Αμέτρητες ρέπλικες στο ΙΚΕΑ και αλλού. "Its perforations reduced weight and allowed water drainage for outdoor use".


Diamond, model n.421LU (1950-52) - Harry Bertoia


Ο ποπός σου θα γίνει δικτυωτός αν κάτσεις στην καρέκλα. Κυκλοφορεί και με μαξιλαράκι, αλλά μπρος στα κάλη, τι είναι ο πόνος;

Tulip, model n.150 (1955-56) - Eeero Saarinen

Respect.

Model N. 670& 671 (1956) - Charles & Ray Eames

Ξύλινα και καθόλου ποπ, παρόλαυτα είναι λιτά, σοβαρά, κλασικά καθίσματα. Ασχέτως ντιζάιν, μου αρέσει που αυτοί οι δυο σχεδίαζαν μαζί...

Egg (1957-58) - Arne Jacobsen

When it comes to design, in Arne we trust.

Panton (1959-60) - Verner Panton

Panton, forever and ever.


Tube (1969-70) - Joe Colombo

Δεν ορκίζομαι για την άνεση και τη σταθερότητα του καθίσματος, πάντως ψάξε να βρεις να δεις τον τρόπο συσκευασίας με την οποία επωλείτο στην εποχή του.

Garden Egg (1968) - Peter Ghyczy

Η πλαστικούρα και η ποπ κουλτούρα μου αρέσουν, πώς να το κάνουμε. Ετούτο εδώ το πραγματάκι είναι και τρομερά άνετο παρεμπιπτόντως. Και κλειστό, σου'ρχεται να το αγκαλιάσεις... Αριστούργημα!
Bubble chair (1968) - Eero Aarnio

Eero ανίκατε μάχαν. Η αρχική ιδέα ήταν η Ball chair, που είναι ένα σύμβολο εποχής, αλλά και αυτή η Φούσκα θα ήταν υπέροχη να αιωρείται (κι αυτή, κι εσύ) στο dream house που λέγαμε.


Toga (1968) - Sergio Mazza

Μοιάζει με παιδικό καθικάκι αλλά η πλαστικούρα μου αρέσει γενικά. Γλιστερό. Σε έντονο (πχ λαχανί) χρώμα δείχνει καλύτερο.

Djinn series (1965) - Olivier Mourgue

Το χρησιμοποίησε και ο Κιούμπρικ στην Οδύσσεια του Διαστήματος.




Sacco (1968) - Pierro Gatti, Cesare Paolini, Franco Teodoro

Όλοι οι φοιτητές που σέβονται τον εαυτό τους έχουν ένα τέτοιο κάθισμα, μερικοί το κρατούν και για το (όποιο) μετέπειτα σπίτι τους.



Blow (1967) - Gionatan de Pas, Donato D'Urbino, Paolo Lomazzi, Carla Scolari

Παιχνιδιάρικη και γλιτσερή (στη ζέστη).

Seconda (1982) - Mario Botta
Η πλάτη σου πονάει πολύ μετά το κάθισμα σε αυτή την καρέκλα, πολύ όμως. Εκτός αν επισυνάψεις μηχανάκι μασάζ...
Rose (1990) - Masanori Umeda
Γιαπωνέζικη επιστροφή στη φύση
W.W. Stool (1990) - Philippe Starck
Πίνεις το ποτό σου και φλερτάρεις μισο-όρθιος, σε πλήρη εγρήγορση.

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2007

Η Madonna, λίγο τζίντζερ, το φινόκιο κι ο J.G. Ballard *

Είπα να χαζέψω επιτέλους στην τηλεόραση, αλλά δυστυχώς βλέπω παντού την ενοχλητική κυριούλα που κλαίει διαρκώς, επειδή ανακάλυψε ότι ο άντρας της είναι ζιγκολό. Ή κάτι τέτοιο τελοσπάντων.
Υπάρχουν και χειρότερα πράγματα στη ζωή. Όπως ας πούμε, να κάψεις το φαγητό που περιμένουν 20 άτομα να φάνε. Ή να μην το πετύχεις καθόλου, και να μην τρώγεται, καμένο or not.
Η μαγειρική είναι κάτι σαν τις κωνικές τομές και τα ανώτερα μαθηματικά για μένα: ποτέ δεν την κατάλαβα. Αλλά προσπαθώ. Παραδόξως πώς, αυτές τις τελευταίες μέρες λειτούργησε απολύτως αποτελεσματικά στην απομάκρυνση αγχωτικών σκέψεων από το μυαλό.
Και έμαθα να χρησιμοποιώ και το φινόκιο ή έστω να κρατήσω στη γευστική μου μνήμη, για μελλοντική αναφορά, αυτή την ευωδιά γλυκάνισου, σαν κριτσανιστό χόρτο με γεύση ούζου. Ε καλά, το τζίντζερ καιρό τώρα το έχω βάλει στη γαστρονομική μου λίστα, αν και θέλει προσοχή στη χρήση, γιατί οι υπερβολές αντί να δώσουν τσαχπινιά στο φαί, το μετατρέπουν σε μια πικρόξινη εμπειρία (μακριά από εμάς!).
Το χαλάζι πέφτει έξω, το ράδιο μεταδίδει ειδήσεις για επικείμενες πλημμύρες στον Έβρο και σκέφτομαι την Πλημμύρα του Μπάλαρντ που διαβάζω κατά σύμπτωση αυτή την εποχή. Μια πιο δραματική μετάφραση – ακριβέστερη απόδοση της περιγραφόμενης κατάστασης δηλαδή - θα ήταν η λέξη προς λέξη, πνιγμένος κόσμος, αλλά ας μην κρίνω τον μεταφραστή προτού ολοκληρώσω την ανάγνωση.
Τι πιο άσχετο να σκεφτεί κανείς, από το γεγονός ότι η Μαντόνα έχει γράψει ένα τραγούδι με τίτλο Drowned World, αλλά εν πάσει περιπτώσει, αυτό σκέφτηκα εγώ. Οτιδήποτε, αρκεί να μην είναι οι αγχωτικές σκέψεις. Και η αυριανή επιστροφή στη δουλειά.
Όσες μέρες άδειας και να πάρεις, ποτέ δεν ξεκουράζεσαι, να άλλο ένα αξίωμα, άλλο ένα θραύσμα που έρχεται να ενωθεί με τη μεγάλη θάλασσα της συνολικής μνήμης.
…και μπορώ να συνεχίσω να γράφω ασυναρτησίες, αλλά ας σταματήσω εδώ. Α, ας προσθέσω το τραγούδι που ακούω συνέχεια αυτές τις μέρες, με αυτόν τον καιρό: σε αυτή την εκτέλεση.

* αγαπητή heart n soul, ξέρω, το παράκανα με τους τίτλους ;)

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2007

η κόρη του φούρναρη

Αυτή η ξανθιά θα πάει μπροστά.

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2007

Things established from watching "Lust, Caution":

(spoilers, προσοχή: το 8 και το 9)

1. Η κινέζικη μουσική είναι αποκρουστική, αλλά όχι αποκρουστικότερη από τη γιαπωνέζικη.
2. Η πρωταγωνίστρια έχει jumbo-jet size θηλές.
3. Το κόκκινο κραγιόν είναι must για γυναίκες με λευκή επιδερμίδα και μαύρα μαλλιά.
4. Χρειάζεται εξυπνάδα για να κερδίσεις στο μα-τζονγκ.
5. Ο άντρας, μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι είναι ερωτευμένος και να πάρει μπρος, κάνει τις πιο άγαρμπες μαλακίες του κόσμου.
6. Ο άντρας όταν συνειδητοποιήσει ότι είναι ερωτευμένος, γίνεται πλαστελίνη στα χέρια της γυναίκας (αλλά τότε είναι συνήθως πολύ αργά για εκείνη).
7. Μια γυναίκα ερωτευμένη, τίποτα δε μπορεί να εμποδίσει αυτήν και την αποφασιστικότητά της.
8. Η γυναίκα πεθαίνει για έναν άνθρωπο, ο άντρας για ένα ιδανικό;
9. Πάντως, η γυναίκα φεύγει πιστή στις δικές της αξίες, ο άντρας μένει, δεν πεθαίνει, αλλά παύει και να ζει… (Ο άλλος δε άντρας, έφτασε στην πηγή και νερό δεν ήπιε.)
10. Διαμαντένιο δαχτυλίδι μεγέθους αυγού ορτυκιού: ένα κραυγαλέο σύμβολο αυταπάτης ενός έρωτα χωρίς αύριο.
11. Η μόνη ειλικρινής στιγμή του ζευγαριού είναι η σκηνή του τραγουδιού της κοπέλας.
12. Η ταινία είναι εικαστικά άψογη, δραματουργικά περίπλοκη, αλλά δε φτάνει ούτε στο μισό τη σπαρακτική απλότητα και την αμεσότητα της συγκίνησης του Brokeback Mountain.

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2007

Qu'est-ce que c'est le beaujolais nouveau?

Προσκλησούλες και ενημερωτικά κατέφθασαν, ότι πλησιάζει η 3η Πέμπτη του Νοέμβρη, κάντε τις παραγγελιές σας. Τι εννοεί ο ποιητής;
Οι Γάλλοι, αυτοί οι ύπουλοι μαρκετίστες, έχουν καθιερώσει τη συγκεκριμένη ημέρα για να θέτουν σε κυκλοφορία το πιο νέο κρασί της χρονιάς, το Beaujolais Νouveau. Και μιλάμε για γεννοφάσκια, αν αναλογιστείς ότι ο τρύγος λαμβάνει χώρα από το καλοκαίρι και μετά.
Το κρασί αυτό προέρχεται από την ποικιλία σταφυλιού gamay, η οποία έχει βρει το σπιτάκι της στην περιοχή του Beaujolais, στην ανατολική πλευρά της Γαλλίας - στο νότιο άκρο της Βουργουνδίας, για τους οινογνώστες.
Η ποικιλία αυτή σε συνδυασμό με μια τεχνική οινοποίησης που λέγεται maceration carbonique (τα σταφυλάκια τοποθετούνται ολόκληρα και όχι σπασμένα σε δεξαμενή φουλαρισμένη με διοξείδιο του άνθρακα, αλλά καλύτερα να αφήνεις στους χημικούς τέτοιες περιγραφικές αβρότητες) δημιουργεί κρασιά με χαρακτηριστικά φρουτώδη αρώματα, ευκολόπιοτα, χωρίς σπουδαίες τανίνες (η πικρίλα και το μούδιασμα σε δόντια και ουρανίσκο), φευ, χωρίς και σπουδαίες προοπτικές παλαίωσης.
Τουτέστιν, κάλεσε τους φίλους σου και πιείτε το τώρα, άντε και μέχρι τις Γιορτές.
Ή κάνε μια δική σου γιορτή με αφορμή το κρασί αυτό, λένε οι φίλοι μας οι Γάλλοι.
Εντάξει, δεν είναι και ρετσίνα το μποζολέ, απλά δεν προσφέρεται για βαθυστόχαστες οινικές αναλύσεις. Αντίστοιχα κρασιά παράγονται και στην Ελλάδα, με τον ίδιο τρόπο, αλλά διαφορετικές ερυθρές ποικιλίες και ομολογώ ότι μερικά παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον από ορισμένα γαλλικά.
Σε κάθε περίπτωση, το νέο αυτό κρασί πίνεται δροσερό. Είναι δε ωραίο και σαν απεριτίφ, χωρίς απαραίτητα τη συνοδεία φαγητού.

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2007

good branding


what do gentlemen prefer?

Εάν περισσότερα περιοδικά - και άλλα ΜΜΕ βεβαίως - παρουσίαζαν το έργο αξιόλογων ανθρώπων, όπως ο Δαμιανός Σακκάς, μπορεί τα παιδιά μεγαλώνοντας να μην ήθελαν μόνο να γίνουν Βανδή, Νίνο ή παρουσιαστές τηλεοπτικών εκπομπών. Θα είχαν μια ευρύτερη γκάμα επιρροών. Πάντως, είναι καλό που το νέο, ανδρικό, περιοδικό της Καθημερινής (GK) έχει συνέντευξή του στο πρώτο τεύχος.
Έχει και κάποια άλλα ενδιαφέροντα πραματάκια, όπως ένα άρθρο της Μαργαρίτας Πουρνάρα, απ’όπου αντιγράφω: «Προσωπικά – αλλά θεωρώ ότι το ίδιο ισχύει και για πολλές άλλες γυναίκες – οι απαιτήσεις μας δεν έχουν αλλάξει παρά την προπαγάνδα των περιοδικών. Δεν επιθυμούμε έναν ντεκορατέρ, στυλίστα, ειδικό του γυναικείου οργασμού και σεφ σε ένα περιτύλιγμα. Θέλουμε προσοχή και προστατευτικότητα. Όσο αυτόφωτες και να παρουσιαζόμαστε, όσο σίγουρες για τον εαυτό μας και αν δείχνουμε, τόσο πιο πολύ ψάχνουμε ασφάλεια. Λίγο αγκαλίτσα, καμιά τρυφερή κουβέντα, κάποιον να κατεβάζει τα σκουπίδι για να μην κουραζόμαστε. Να μας βρίσκει όμορφες και να μας το λέει πού και πού.» Ουφ, δάκρυσα, ποτέ δεν θα μπορούσα να τα συμπυκνώσω τόσο ωραία. Αλλά διαβάζει κανείς ή κοιτάει τη διπλανή σελίδα, με το ποδόσφαιρο;
Επίσης έχει και ένα ωραίο ρεπορτάζ για την ψαραγορά του Τόκιο (θα ήθελα να το επισκεφθώ αυτό το μέρος), και άλλα διαβαστερά θέματα. Και καθόλου γυμνές! (επαναλαμβάνω, είναι ανδρικό περιοδικό)
Τελοσπάντων, η πρώτη εντύπωση είναι θετική (αν και από άποψη στησίματος & χαρτιού δε μου άρεσε), μέχρι βέβαια να αλλάξουν τα «σοβαρά» εξώφυλλα και να βγουν τα μοντέλα στην επιφάνεια. Αλλά τι θέλω εγώ και διαβάζω αντρικά περιοδικά; Έλα ντε, είμαι περίεργη υποθέτω.

Κυριακή μεσημέρι, στους δρόμους

Κυριακή νωρίς το μεσημέρι, περπατώ στη μέση της άδειας Βασιλίσσης Σοφίας, «ισορροπώντας» πάνω στις λευκές διαχωριστικές γραμμές. Ονειρεύομαι ή προσπαθώ να αυτοκτονήσω;

Τελικά έχει Μαραθώνιο και οι δρόμοι είναι κλειστοί για τα αυτοκίνητα, αλλά εγώ δεν το ήξερα. Δεν πειράζει, ευκαιρία για περπάτημα και χάζι στο συννεφιασμένο κέντρο.

Οι περισσότεροι δρομείς είναι ξένοι, (μισο)τρέχουν με τη σημαία στον ώμο ή σε μικρογραφία στο μπλουζάκι, εξουθενωμένοι μεν, αλλά με την κάποια περηφάνεια του «ήμουν κι εγώ εκεί». Εναπομείναντα μαρκετίστικα γρανάζια στο μυαλού μου αρχίζουν να κάνουν υπολογισμούς – αν το είχαμε διοργανώσει / προωθήσει / στηρίξει σωστά, θα μπορούσε να γίνει ένα ωραίο ιβέντ, μακριά από ντόπες και τέτοια, για απλούς ανθρώπους, μπλα μπλα μπλα, προβολή της χώρας στο εξωτερικό, παρακίνηση για ενασχόληση με την άθληση, κλπ. Μετά κοιτάζω τα καφέ της πλατείας Μαβίλη, γεμάτα με Έλληνες που αργοπίνουν καφέ και ρίχνουν που και που καμιά ματιά στο δρώμενο και χαμογελάω. Άστο καλύτερα.
Αυτός ο δρόμος νομίζω είναι ο πιο grand της Αθήνας, και μερικές παλιές πολυκατοικίες είναι τρομερές (που είναι μια φωτογραφική μηχανή όταν τη χρειάζεσαι;).

Προσπαθώ να μη βλέπω τις χαμένες ευκαιρίες, τα νέα κτήρια δηλαδή που ανεγέρθηκαν χωρίς να εκμεταλλευτεί κανείς τη θέση, την οπτική τους, τις όψεις, τα υλικά, το χρώμα.

Έτσι κι αλλιώς θα πεις, όλη η Αθήνα μοιάζει με Μπαγκλαντές.

Και δεν έχω πάει δηλαδή, μπορεί εκεί οι άνθρωποι να τα έχουν πιο μαζεμένα τα πράματα τους. Αλλά εδώ έχεις τους ηλιακούς, τις κεραίες, τα αιρκοντίσιον, τις ντουλάπες μπαλκονιών, όλα φόρα παρτίδα, αχταρμάς, κανένας σχεδιασμός, καμία ομοιομορφία, καμία έγνοια για ομορφιά.

Το σημείο του απόλυτου κακού βρίσκεται στη μεγάλη διασταύρωση, στην κατεστραμμένη διασταύρωση Κηφισίας-Μεσογείων-Αλεξάνδρας-Β.Σοφίας, με αυτό το ακατονόμαστο έκτρωμα του Βωβού. Που είχε υποσχεθεί ότι θα αναστήλωνε το εκκλησάκι του Χάνσεν. Αλλά πού…

Λίγο πιο κάτω όμως το φχαριστιέμαι, το μαύρο μαυσωλείο (του Μπαρμπαλιά;) που κανείς δεν μπαίνει, κανείς δεν το αγοράζει, βρίσκεται υπό αναμόρφωση. Τελοσπάντων, είχε σκαλωσιές και μουσαμάδες, ό,τι και να του κάνουν χειρότερο αποκλείεται να βγει, μόνο κάπως πιο υποφερτό.
Ψιχαλίζει, αλλά έφτασα στο Μέγαρο, ο χώρος της έκθεσης είναι μίζερος, νομίζω και κακοφωτισμένος. Τα έργα άσχημα τοποθετημένα, οι διάδρομοι τόσο στενοί που πρέπει να περιμένεις τον άλλο να περάσει, ή να σπρωχτείς εσύ πρώτος, οι Κλιμτ είναι φωτοτυπίες, αλλά χαίρομαι που ξαναβλέπω τα αισθησιακά γυμνά του Egon Schiele, και όχι μόνο αυτά φυσικά. Ο Oskar Kokoschka όμως είναι μια αποκάλυψη για μένα, ειδικά οι αφίσες του μου αρέσουν πάρα πολύ.

Ομολογώ ότι θέλω να κλείσω τη βόλτα με ωραίες εικόνες, αλλά με τρώει να δω πώς στο καλό κλείνει η μπιενάλε, που έχασα την άλλη φορά λόγω καταιγίδας. Το έργο του Christian Marclay με αποζημιώνει – η 1η μπιενάλε είναι στας αθήνας, ας δείξουμε κατανόηση.

Ευτυχώς έχει και ωραία φαγάδικα στην περιοχή.


Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2007

καρτ ποστάλ


Σάββατο πρωί, στο σπίτι

Τα πρωινά του Σαββάτου συνήθως ξυπνάω νωρίς. Νωρίτερα και από όταν είναι να πάω για δουλειά. Μπορεί να οφείλεται στη δύναμη της συνήθειας της εβδομάδας που τελείωσε, και κάθε εργάσιμης εβδομάδας άλλωστε. Μπορεί να είναι δείγμα γηρατειών.
Ό,τι κι αν είναι όμως, μου αρέσει. Όταν τουλάχιστον δεν οφείλεται σε ξυπνητήρι ή σε απρόσμενο χτύπημα κουδουνιού ή τηλεφώνου.
Φτιάχνω καφέ και παίρνω το βιβλίο μου, κάθομαι μόνη ακόμα στην κουζίνα και είναι ήσυχα και ωραία.
Άλλες φορές βάζω το πλυντήριο, βυθίζομαι στο βουητό της μηχανής και του νερού και, πίνοντας καφέ, κάνω ελεύθερο συλλογισμό. Καμιά φορά, αν έχω ξενυχτήσει το προηγούμενο βράδυ, με πιάνει νύστα μετά το άπλωμα των ρούχων και μπορεί να ξανακοιμηθώ.
Άλλες, όταν αναζητώ την ψευδαίσθηση ότι πρέπει να κερδίσω την ημέρα, μένω ξύπνια και ανοίγω τον υπολογιστή. Γράφω βλακείες, ή διαβάζω βλακείες στο ίντερνετ.
Πάντως το σαββατιάτικο πρωινό είναι ωραίο. Τόσο νωρίς έχει ακόμα ησυχία.
Ησυχία μέσα στην πόλη σημαίνει ότι δεν κορνάρουν αμάξια κάτω από το σπίτι σου, δεν έχει λαϊκή σήμερα κάτω από το σπίτι σου, δεν έχει σχολείο για να ουρλιάζουν τα πιτσιρίκια δύο δρόμους από το σπίτι σου και ο πλανόδιος σήμερα έχει πάρει ρεπό.
Σημαίνει όμως ότι, καθώς όλοι αυτοί οι ήχοι περιμένουν τη Δευτέρα να ξανακουστούν, ξεπροβάλει το συγκαλυμμένο, αλλά συνεχόμενα παρόν απόμακρο βουητό των αυτοκινήτων στην εθνική. Ξεχωρίζει ακόμα ο ήχος ενός μακρινού καμπαναριού όταν αλλάζει η ώρα και τιτιβίσματα πουλιών – αν έχεις κανένα δεντράκι στο πεζοδρόμιο σου…

Τελευταία το έχω ρίξει στο διάβασμα. Δηλαδή, για τα δικά μου δεδομένα και μετά από αξιοσημείωτο διάστημα αποχής, έχω βγάλει τα ματάκια μου. Δεν μπορώ να πω ότι μου αρέσει το σύνολο αυτών που διάβασα, ξαναβρήκα όμως την επιθυμία για διάβασμα αυτή καθεαυτή.
Επίσης, την ικανοποίηση να χαίρεσαι έστω και κομμάτια ενός γραπτού, ακόμα και να παρατηρείς στο πίσω μέρος του μυαλού σου τον τρόπο που αναπτύσσεται ένα θέμα, τις λεπτομέρειες των χαρακτήρων, την παράθεση και αλληλεπίδραση των λέξεων, τη μαγεία που βγαίνει από μια ανθρώπινη ιδέα και μερικές εμπνευσμένες στιγμές.
Ο «Κλειστός Κύκλος» μάλλον με απογοήτευσε, ή απλά έχω διαβάσει αρκετά Τ. Κόου για αυτή τη ζωή. Ούτε ο τελευταίος Γιάλομ με συγκλόνισε («Η μάνα και το νόημα της ζωής»), αλλά ο Ίρβιν μου αρέσει, τον αισθάνομαι δικό μου άνθρωπο, σίγουρα θα διαβάσω ό,τι άλλο βγάλει. Το «Στην Ακτή» του ΜακΓιούαν έχω πει ότι μου άρεσε πολύ, ο τρόπος γραφής της Καρυστιάνη με συναρπάζει καθοριστικώς και απολύτως, αν και το «Σουέλ» το βρήκα κάπως προβλέψιμο. Σαν παραμυθάκι έφυγε το «Περσέπολις», παρόλο που αυτά που γράφει καθόλου παραμύθια δεν είναι. Βοηθάνε όμως στο γρήγορο διάβασμα οι εικόνες της Μ. Σατραπί και η κοριτσίστικη, ειλικρινής και εξωστρεφής αφήγηση. Δεν θυμάμαι ποιος μου πρότεινε τα «Πυθαγόρεια Εγκλήματα», αλλά με τίποτα δεν μπορώ να το τελειώσω αυτό το βιβλίο. Πρέπει όμως, γιατί δεν αφήνω ποτέ ατελείωτα βιβλία και ταινίες - απλά δεν μπορώ να τα αφήσω στη μέση. Και ανακάλυψα ότι είχα διαβάσει παλιά το «5ο παιδί» της Ντ. Λέσινγκ, αλλά δεν θυμόμουν καν ότι είναι δικό της και σε κάθε περίπτωση, πήγα και πήρα τη συνέχειά του, τον «Μπεν στον κόσμο» και έχω βουτήξει για τα καλά και δε με βλέπω να απαντάω σε τηλέφωνα μέχρι να το τελειώσω.

Κρύωσα για δεύτερη φορά τον ίδιο μήνα και ακόμα δεν έχει μπει χειμώνας. (Παρεμπιπτόντως, κάνει απαίσιο καιρό, έχει απαίσια υγρασία.) Πέρσι το σκορ ήταν νομίζω 4 φορές σε 3 μήνες, από τα χριστούγεννα και μετά.
Μάλλον είμαι απρόσεκτη και κάνω κάτι τραγικά πράματα του στυλ να βγω βραδιάτικα έξω λουσμένη ή να φύγω κάθιδρη από το γυμναστήριο χωρίς να αλλάξω πρώτα ή να απλώσω τα ρούχα που λέγαμε στο μπαλκόνι φορώντας φανελάκι. Δεν το κάνω επίτηδες, απλά δεν το σκέφτομαι εκείνη την ώρα. Η μόνη επί τούτου πράξη μου, είναι να κάθομαι σε ρεύματα όταν οι άλλοι καπνίζουν, αν δε μπορώ να κάνω αλλιώς.
Αλλά δεν αντέχω την κάπνα του τσιγάρου, ειδικά μέσα σε ένα μικρό, κλειστό γραφείο και ειδικά όταν έχω πολλή δουλειά και θέλω καθαρό μυαλό. Επίσης είναι μεγάλη καφρίλα, θα έλεγα αναίδεια, αλλά γιατί να είμαι πάντα ευγενική, να καπνίζεις το ένα σιγαρέτο μετά το άλλο, δίπλα σε άρρωστο και μπουκωμένο άνθρωπο, σε μικρό και κλειστό γραφείο, ενώ μπορείς να βγεις παραέξω, να κάνεις κι ένα διάλειμμα, να γλυτώσεις και τον εαυτό σου από 3 άχρηστα τσιγάρα παραπάνω. Τέλοσπάντων.

Η μητέρα μου φυσικά φώναζε που ξαναρρώστησα και βρήκε ακόμα μία ευκαιρία να μου πει α) ότι δεν τρώω αρκετά (γενικά) β) ότι δεν τρώω αρκετά φρούτα (συγκεκριμένα) γ) ότι δεν τρώω πια βραστά αυγά. Η μαμά πιστεύει ότι στο βραστό αυγό κείται κάποια μυστηριώδης και μεγαλειώδης δύναμη, το αντίθετο του κρυπτονίτη δηλαδή, ή ακριβώς η περίπτωση του σπανακιού για τον Ποπάι, και έτσι αν φας το βραστό αυγουλάκι σου δίνει ευεξία, δε σε παχαίνει και σε χορταίνει.
Τι είναι αυτό το πράγμα με τις μανάδες, σε όποια ηλικία κι αν φτάσουν, αυτές ή τα παιδιά τους, ό,τι κακό και να συμβαίνει θα οφείλεται στο γεγονός ότι το παιδί δεν ντύνεται ή δεν τρέφεται καλά. Δεν μπορώ να πω ότι έχουν κι άδικο πάντως… Ούτε ότι είναι ενοχλητικό να το ακούς κάποιες φορές. Ή απλά μου λείπει πια η μητρική περιποίηση. Ουφ…

Μετά τις βροχές και τώρα με τον ηλίθιο καλοκαιρινό καιρό, τα λουλούδια χαίρουν άκρας υγείας και ό,τι νέο είχα φυτέψει, φυτρώνει και επαυξάνεται. Καλό αυτό, μέχρι τη στιγμή που, ποτίζοντας, ανακάλυψα μια τεράστια ακρίδα γαντζωμένη πάνω σε ένα παχύ φύλλο της αλόης. Μιλάμε για ολόκληρο ζώο, σαν μικρό πουλί, να με «κοιτάει» υποψιασμένο μέσα από τη νταρθ βέιντερ πανοπλία του.
Προς στιγμήν, νιώθω σαν κάμεραμαν του National Geographic. Αμέσως μετά, ανακαλώ τις 7 πληγές του φαραώ και διαπιστώνω ότι ανάμεσα σε αυτές, συγκαταλέγονται και οι ακρίδες, επομένως πρέπει κατεπειγόντως να ξεφορτωθώ τον απρόσκλητο επισκέπτη. Αλλά πώς; Είναι τεράστια, θα είναι σα να σκοτώνω μικρό ζωάκι, αν καταφέρω να την πετύχω κιόλας…
Μια χαζή, παρόλαυτα, χρηστική σκέψη, είναι να υπάρχει ένας μπόγιας για ακρίδες, αράχνες και κόκκινες κατσαρίδες, για ανήμπορα σε τέτοιες καταστάσεις, κορίτσια σαν κι εμένα.

Μερικές φορές σκέφτομαι αν προσπαθώ για πράγματα που είναι μακράν πέρα των ικανοτήτων μου. Καλύτερα, σκέφτομαι αν είναι σωστό (και όχι βλάσφημο, εκτός από ουτοπικό) να προσπαθώ για τέτοια πράγματα. Μετά σκέφτομαι αν όλη η ζωή είναι μια βλάσφημη προσπάθεια να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας, να γίνουμε κάτι καλύτερο, να κάνουμε ένα βήμα παραπέρα.
Δηλαδή, ποιος σου είπε ότι μπορείς να κάνεις αυτό το πράγμα, ε;
Όμως, έχεις το δικαίωμα να προσπαθείς, σωστά;

Σινεμά, σινεμά, έχω καιρό να πάω σινεμά. Υπάρχουν τόσες ταινίες, κάποιες που ήθελα και δεν πρόλαβα, κάποιες που θέλω, αλλά με ερωτηματικό. Δε μου κάνει καρδιά να δω Μουνγκίου, αν και ακούγεται ενδιαφέρον, ο Κρόνεμπεργκ φαίνεται βαρετός στο τρέιλερ, Ελ Γκρέκο με τίποτα, Εσείς οι ζωντανοί ναι, αλλά ήθελα να έχω δει και την προηγούμενη ταινία του πρώτα, γουστάρω Τζόντι Φόστερ, αλλά τη θάψανε την ταινία. Έκδοση Κρατουμένου; Ίσως... Ίσως και Προσοχή: Πόθος.
Μπορεί τελικά dvd ή την άθλια 3η περίοδο του Prison Break, που όμως τη βλέπεις γιατί θες να δεις πού θα καταλήξει αυτή η ιστορία τελικά.

i was given just one wish

(I don't know what more to ask for)

There is no room where I can go and
You've got secrets too

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2007

Σε μια μακρινή παραλία

Η ερώτηση που απεχθάνομαι να μου κάνουν όταν αναφέρω ότι μου άρεσε το Χ/ Υ/ Ζ βιβλίο (ή ταινία, ή θεατρικό έργο) είναι «Ναι; Και τι υπόθεση έχει;»
Μα τι σχέση έχει η υπόθεση με το αν ένα βιβλίο (ή ταινία, ή θεατρικό) είναι καλό;
Λέω λοιπόν, διάβασα το βιβλίο «Στην Ακτή» του Ιαν ΜακΓιούαν και μου άρεσε.
Ναι; Και τι υπόθεση έχει;
Εεε, ένα ζευγάρι που την πρώτη νύχτα του γάμου του δεν ξέρει πώς να «το» κάνει και ζει σε μια περίεργη εποχή, και ε, μπλα μπλα, και τα πράγματα γίνονται ανείπωτα περίπλοκα, και χρμφ, ουφ, ξενέρωσα…
Γενικά, δεν μου αρέσει να λέω - και πόσο μάλλον να εξηγώ - υποθέσεις. Δεν τις διαβάζω καν. Δεν θέλω να τις διαβάζω, μου χαλάει και μέρος της συνολικής απόλαυσης.
Όταν είναι να επιλέξω βιβλίο (ή ταινία, ή θεατρικό), με ενδιαφέρουν οι συντελεστές, οι συμμετέχοντες, ο τίτλος, το εξώφυλλο, η άποψη ενός φίλου, η αύρα του όλου εγχειρήματος. Δεν διαβάζω ποτέ το «δυο λόγια για το έργο».
Καμιά φορά η γνώση της υπόθεσης του έργου μπορεί και να με αποτρέψει από το να δω ή να το διαβάσω, και μετά να μετανιώνω, γιατί μάλλον θα μου είχε αρέσει τελικά.
Τελοσπάντων, το «Στην Ακτή» μου άρεσε, κι ας μην έχει καμιά σπουδαία υπόθεση. Έχει όμως μια σπουδαία πρόταση, τη δεύτερη του βιβλίου: «Μα ποτέ δεν είναι εύκολο».
Έρχεται και στρογγυλοκάθεται με θράσος μπροστά στα μάτια σου, κολλητά στην εναρκτήρια πρόταση, η οποία όμως αποκαλύπτει την υπόθεση. Και εγώ για υποθέσεις, όπως ήδη ξεκαθάρισα, αποφεύγω να μιλάω.

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2007

neubauten?

Mobile Culture Vessel
(unbuilt)

http://www.mmw.no/


Singing Ringing Tree (a musical sculpture)
Burnley, Lancashire, UK

www.tonkinliu.co.uk


Rotating Tower
Dubai
(skyscraper that continuously changes shape & produces energy, exp.compl. 2010)



Gardens by the bay, Supertrees

Singapore

(exp.comp. 2010)

www.squintopera.com


Skyscraper

London

(unbuilt)

www.populararchitecture.com

more ideas: markmag