Όχι, που θα έκανα επέμβαση με ολική νάρκωση και δεν θα έγραφα για την εμπειρία στο μπλογκ!
Δεν είχα ξαναπεράσει κάτι τέτοιο. Είναι προφανές ότι ξύπνησα - προφανώς όλα πήγαν καλά και τώρα είμαι εδώ και γράφω.
Το πώς κοιμήθηκα, ούτε που το κατάλαβα. Το ότι δεν είχα άγχος επίσης μου είναι ακατανόητο. Μάλλον δεν ήθελα να δώσω στους γιατρούς τη χαρά να διαπιστώσουν «είσαι αγχωμένη, ε;».
Το πιο απαίσιο πράγμα όταν μπεις για νοσηλεία, είναι που φοράς αυτό το πράσινο ρομπάκι και το πράσινο σκουφάκι. Και που σε παίρνουν από το δωμάτιο ξαπλωτά σε φορείο, λες κι είσαι κιόλας ανήμπορος.
Μπαίνοντας (τσουλώντας) στο χειρουργείο ακούγονται τέρμα στο ραδιόφωνο (;) λαϊκά. Καθώς με τοποθετούν στο ειδικό κρεβάτι, βλέπω απέναντί μου μια χειρόγραφη λίστα με τα ονόματα των ασθενών και το είδος της επέμβασης, κάτι σαν playlist συγκροτήματος, όπου το όνομά μου φιγουράρει πάνω-πάνω. Κάνω το σεφτέ σήμερα λοιπόν.
Στο χώρο κάνει κρύο και δεν μυρίζει απολύτως τίποτα, ούτε καν απολύμανση.
Μένω μόνη με τον αναισθησιολόγο, ο οποίος μου συστήνεται δια χειραψίας. Προφανώς είναι σημαντικό να γνωρίσεις από πριν, με όνομα και πρόσωπο, τον άνθρωπο που μπορεί με ένα κλικ της πεταλούδας να σε στείλει ανεπιστρεπτί στον δημιουργό σου. Εγώ όμως δεν έδωσα σημασία. Μάλλον ήθελα να του πω «άστα αυτά και κάνε τη δουλειά σου να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα».
Πρόφερα πάντως το μικρό μου όνομα, όπως κάποιος θα έλεγε «χάι, δις ιζ μαντόνα» (ορ, κάιλι) - τα υπόλοιπα άλλωστε ήταν τοιχοκολλημένα.
Αρχίζει να μου μπογιατίζει το χέρι με μπεταντίν και σπρώχνει μέσα την πεταλούδα, ουπς, πετάγεται πίδακας αίμα και τον λερώνει.
«Συγγνώμη, το κρατάς λίγο;» μου λέει καταπιέζοντας μια βλαστήμια, και μου δίνει το αριστερό μου χέρι να το κρατήσω με το δεξί. Λερώνεται ο δεξής αντίχειρας, I should sue for malpractice after all, αλλά απλά του ζητάω να τον καθαρίσει.
Αφού ανακτήσει την ψυχραιμία του, παρατηρεί «είσαι καλή εσύ». (δεν περίμενα αυτόν να μου το πει)
Μπαίνει κι ένας άλλος γιατρός μέσα στο χειρουργείο, μιλάνε δυνατά, σα να διαπληκτίζονται και εγώ αρχίζω να χάνομαι. Ρωτάω τον αναισθησιολόγο «ζαλίζομαι, είναι φυσιολογικό αυτό;» Φτύνει ένα "ναι", σαν να τον διέκοψα κιόλας από σοβαρό debate.
Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι να ξυπνάω ολομόναχη σε μια γωνίτσα έξω από το χειρουργείο, να πονάω στην κοιλιά και να τουρτουρίζω από το ψύχος. Πονάει κι ο λαιμός - μετά έμαθα ότι οφείλεται στον τραχειοσωλήνα του αναπνευστικού μηχανήματος - ένας πόνος σα να έχει παγιδευτεί σκατζόχοιρος στον λάρυγγα και στριφογυρίζει αδιάκοπα γύρω από τον εαυτό του. Και κάνει κρύο, πολύ κρύο.
Δεν κατάλαβα πώς και πότε με πρόσεξαν για να με μεταφέρουν πάλι στο δωμάτιο.
Δεν είχα ξαναπεράσει κάτι τέτοιο. Είναι προφανές ότι ξύπνησα - προφανώς όλα πήγαν καλά και τώρα είμαι εδώ και γράφω.
Το πώς κοιμήθηκα, ούτε που το κατάλαβα. Το ότι δεν είχα άγχος επίσης μου είναι ακατανόητο. Μάλλον δεν ήθελα να δώσω στους γιατρούς τη χαρά να διαπιστώσουν «είσαι αγχωμένη, ε;».
Το πιο απαίσιο πράγμα όταν μπεις για νοσηλεία, είναι που φοράς αυτό το πράσινο ρομπάκι και το πράσινο σκουφάκι. Και που σε παίρνουν από το δωμάτιο ξαπλωτά σε φορείο, λες κι είσαι κιόλας ανήμπορος.
Μπαίνοντας (τσουλώντας) στο χειρουργείο ακούγονται τέρμα στο ραδιόφωνο (;) λαϊκά. Καθώς με τοποθετούν στο ειδικό κρεβάτι, βλέπω απέναντί μου μια χειρόγραφη λίστα με τα ονόματα των ασθενών και το είδος της επέμβασης, κάτι σαν playlist συγκροτήματος, όπου το όνομά μου φιγουράρει πάνω-πάνω. Κάνω το σεφτέ σήμερα λοιπόν.
Στο χώρο κάνει κρύο και δεν μυρίζει απολύτως τίποτα, ούτε καν απολύμανση.
Μένω μόνη με τον αναισθησιολόγο, ο οποίος μου συστήνεται δια χειραψίας. Προφανώς είναι σημαντικό να γνωρίσεις από πριν, με όνομα και πρόσωπο, τον άνθρωπο που μπορεί με ένα κλικ της πεταλούδας να σε στείλει ανεπιστρεπτί στον δημιουργό σου. Εγώ όμως δεν έδωσα σημασία. Μάλλον ήθελα να του πω «άστα αυτά και κάνε τη δουλειά σου να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα».
Πρόφερα πάντως το μικρό μου όνομα, όπως κάποιος θα έλεγε «χάι, δις ιζ μαντόνα» (ορ, κάιλι) - τα υπόλοιπα άλλωστε ήταν τοιχοκολλημένα.
Αρχίζει να μου μπογιατίζει το χέρι με μπεταντίν και σπρώχνει μέσα την πεταλούδα, ουπς, πετάγεται πίδακας αίμα και τον λερώνει.
«Συγγνώμη, το κρατάς λίγο;» μου λέει καταπιέζοντας μια βλαστήμια, και μου δίνει το αριστερό μου χέρι να το κρατήσω με το δεξί. Λερώνεται ο δεξής αντίχειρας, I should sue for malpractice after all, αλλά απλά του ζητάω να τον καθαρίσει.
Αφού ανακτήσει την ψυχραιμία του, παρατηρεί «είσαι καλή εσύ». (δεν περίμενα αυτόν να μου το πει)
Μπαίνει κι ένας άλλος γιατρός μέσα στο χειρουργείο, μιλάνε δυνατά, σα να διαπληκτίζονται και εγώ αρχίζω να χάνομαι. Ρωτάω τον αναισθησιολόγο «ζαλίζομαι, είναι φυσιολογικό αυτό;» Φτύνει ένα "ναι", σαν να τον διέκοψα κιόλας από σοβαρό debate.
Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι να ξυπνάω ολομόναχη σε μια γωνίτσα έξω από το χειρουργείο, να πονάω στην κοιλιά και να τουρτουρίζω από το ψύχος. Πονάει κι ο λαιμός - μετά έμαθα ότι οφείλεται στον τραχειοσωλήνα του αναπνευστικού μηχανήματος - ένας πόνος σα να έχει παγιδευτεί σκατζόχοιρος στον λάρυγγα και στριφογυρίζει αδιάκοπα γύρω από τον εαυτό του. Και κάνει κρύο, πολύ κρύο.
Δεν κατάλαβα πώς και πότε με πρόσεξαν για να με μεταφέρουν πάλι στο δωμάτιο.
Αυτή τη φορά, και να ήθελα, δεν μπορούσα να πάω μόνη μου, πονούσα παντού και ήμουν απολύτως καθηλωμένη. Αυτό σημαίνει το τρίπτυχο: καθετήρας - οξυγόνο - πεταλούδα με ορό. Χρειάζεται να πω ότι το πιο υποτιμητικό από τα τρία είναι ο καθετήρας; Γιαυτό και ποτέ δεν μας τον δείχνουν στο “House M.D.” ή στα άλλα νοσοκομειακά δράματα. Αλλά είναι χρήσιμος, αναπόσπαστος θα έλεγα – χωρίς πλάκα…
Το οξυγόνο είναι εκείνο το cool πλαστικό σωληνάκι που μπαίνει στα δυο σου ρουθούνια και σου δίνει την όψη «σεβασμός, εδώ ασθενής».
Η πεταλούδα είναι το δεύτερο χειρότερο πράγμα στη νοσηλεία, μετά την πράσινη ρομπίτσα, ωστόσο το αηδιαστικότερο ever. Αλλά τι να κάνεις, που για μια ολόκληρη μέρα μόνο από εκεί θα τρως; Το δέχεσαι, χωρίς άλλο.
Τελοσπάντων, επιστρέφω στη σκηνή όπου με έχουν βάλει επιτέλους στο κρεβάτι μου, τυλιγμένη με έξτρα κουβέρτες μπας και σταματήσω να τρέμω. Έτσι συνειδητοποιώ ότι όλα τελείωσαν και ότι τώρα αρχίζει το μαρτύριο της ανάρρωσης. Ταυτόχρονα πονάω από την επέμβαση, φίλε πώς πονάω, ξεσπάω σε κλάματα και αναζητώ το χέρι του καλού μου. The healing begins.
Όταν ξυπνάω, από κανονικό ύπνο αυτή τη φορά, ο πόνος έχει υποχωρήσει αισθητά. Ας είναι καλά και τα παυσίπονα βέβαια.
Έχω επισκέψεις, τι ωραία. Με βλέπουν σε αυτή την κατάσταση - πάει το ίματζ μου. Παρόλαυτά, είναι ωραία που ήρθαν.
Αφού φύγουν οι επισκέπτες, μου βγάζουν οξυγόνο και καθετήρα. Κακός συγχρονισμός, το ξέρω. Όμως είμαι ελεύθερη επιτέλους, λέω να σηκωθώ για μια βόλτα. Ανασηκώνομαι στο κρεβάτι - το δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο!
Κάποιους αιώνες αργότερα αποφασίζω να βάλω το ένα πόδι στην παντόφλα και να ακουμπήσω στη γη. Και τα δυο πόδια.
Νιώθω όλο το αίμα να κατεβαίνει από το πίσω μέρος του κεφαλιού με φόρα προς τα κάτω – αλλά μένει και λίγο για να με κρατήσει όρθια, ίσα να μη ζαλίζομαι.
Ζαλίζομαι λίγο, είναι η νάρκωση, είναι η ακινησία, είναι τα φάρμακα - αλλά προχωράω. Στηρίζομαι στον φορητό στύλο απ’όπου κρέμεται ο ορός και η αντιβίωση. Ή ό,τι άλλο περιέχει το δεύτερο σακουλάκι που κρέμεται από πάνω μου. Νιώθω σαν μωρό παιδί και γριά-χούφταλο μαζί.
Μάλλον το παράκανα όμως και τώρα νιώθω την αδυναμία σε όλο της το μεγαλείο, μόλις που προλαβαίνω να επιστρέψω στο κρεβάτι, κάτασπρη. Το ρυθμίζουν ώστε να είναι τα πόδια ψηλά και το κεφάλι χαμηλά. Α, δεν σου είπα, το κρεβάτι έχει τηλεχειριστήριο και είναι τέλειο, απλά τέλειο να το χρησιμοποιείς, προσαρμόζοντας κλίση και ύψος όπως θες εσύ!
Εντωμεταξύ, η πίεση έχει πέσει στο 9, έρχεται γιατρός, ο οποίος απαγορεύει ανασηκώματα και ξεπορτίσματα μέχρι το άλλο πρωί τ ο υ λ ά χ ι σ τ ο ν.
Οπότε, φτάνω στο τρίτο χειρότερο κατά σειρά εμφάνισης πράγμα που σου συμβαίνει αν μπεις σε νοσοκομείο (όχι για επίσκεψη): την πρώτη διανυκτέρευση.
Τότε ξυπνάνε οι πιο άγριοι εφιάλτες σου, οι πιο χαζές ανησυχίες σου, οι αϋπνίες που πάντα φοβόσουν. Οι νοσοκόμες δεν σ’αφήνουν στην ησυχία σου, μπαινοβγαίνουν για να αλλάξουν ορούς, να προσθέσουν αντιβιώσεις, να σου χώσουν παυσίπονες ενέσεις στην πεταλούδα, να μη σ’αφήσουν να κοιμηθείς αυτά τα λιγοστά δευτερόλεπτα που η μέση σου σε άφησε να ησυχάσεις και να σε πάρει λίγο ο ύπνος επιτέλους.
Γιατί η μέση, ω η μέση, τελικά θα σε πονέσει, όπου κι αν έχεις κάνει την επέμβαση - λόγω αναγκαστικής ακινητοποίησης ανάσκελα. Τα ράμματα τα ύπουλα, τραβάνε και πονάνε και τσιρίζουν, αν προσπαθήσεις να γυρίσεις έστω και σπιθαμή στο πλάι. Οπότε, οριζοντίωση. Μετράω προβατάκια, αλλά ο ύπνος δεν έρχεται.
Με το που αρχίζει λίγο να γκριζάρει ο ουρανός και σπάει η νύχτα, πρήζω τις νοσοκόμες σε ερωτήσεις «Πότε θα βγάλετε τον ορό; Θα φάω σήμερα; Πότε θα φάω; Θα φύγω σήμερα; Πότε θα φύγω;».
Το γεγονός ότι πεινάς είναι καλό σημάδι. Μετά από 3 ατελείωτες ώρες, κατά τις 9, μου φέρνουν το πλέον αστεράτο, λαχταριστό, πλούσιο πρωινό του κόσμου: μια κούπα τσάι και δύο φρυγανιές. Έχω να φάω δύο 24ωρα, αν λογαριάσεις και την προετοιμασία για την επέμβαση…
Ας μη γράψω άλλα, αν και ήδη παρέλειψα τα πλέον αηδιαστικά.
Παρά την καταπόνηση, όταν πάρεις το εξιτήριο στα χέρια σου και αρχίσεις να νιώθεις λίγο καλά στα πόδια σου, ταυτόχρονα αισθάνεσαι άτρωτος, ο πιο δυνατός άνθρωπος του κόσμου.
Άσχημα νέα με υποδέχονται λίγο μετά την έξοδο. Ξέρεις, η ζωή συνεχίζεται. Ευτυχώς όμως, στην υγεία είναι όλοι τους καλά…
Το οξυγόνο είναι εκείνο το cool πλαστικό σωληνάκι που μπαίνει στα δυο σου ρουθούνια και σου δίνει την όψη «σεβασμός, εδώ ασθενής».
Η πεταλούδα είναι το δεύτερο χειρότερο πράγμα στη νοσηλεία, μετά την πράσινη ρομπίτσα, ωστόσο το αηδιαστικότερο ever. Αλλά τι να κάνεις, που για μια ολόκληρη μέρα μόνο από εκεί θα τρως; Το δέχεσαι, χωρίς άλλο.
Τελοσπάντων, επιστρέφω στη σκηνή όπου με έχουν βάλει επιτέλους στο κρεβάτι μου, τυλιγμένη με έξτρα κουβέρτες μπας και σταματήσω να τρέμω. Έτσι συνειδητοποιώ ότι όλα τελείωσαν και ότι τώρα αρχίζει το μαρτύριο της ανάρρωσης. Ταυτόχρονα πονάω από την επέμβαση, φίλε πώς πονάω, ξεσπάω σε κλάματα και αναζητώ το χέρι του καλού μου. The healing begins.
Όταν ξυπνάω, από κανονικό ύπνο αυτή τη φορά, ο πόνος έχει υποχωρήσει αισθητά. Ας είναι καλά και τα παυσίπονα βέβαια.
Έχω επισκέψεις, τι ωραία. Με βλέπουν σε αυτή την κατάσταση - πάει το ίματζ μου. Παρόλαυτά, είναι ωραία που ήρθαν.
Αφού φύγουν οι επισκέπτες, μου βγάζουν οξυγόνο και καθετήρα. Κακός συγχρονισμός, το ξέρω. Όμως είμαι ελεύθερη επιτέλους, λέω να σηκωθώ για μια βόλτα. Ανασηκώνομαι στο κρεβάτι - το δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο!
Κάποιους αιώνες αργότερα αποφασίζω να βάλω το ένα πόδι στην παντόφλα και να ακουμπήσω στη γη. Και τα δυο πόδια.
Νιώθω όλο το αίμα να κατεβαίνει από το πίσω μέρος του κεφαλιού με φόρα προς τα κάτω – αλλά μένει και λίγο για να με κρατήσει όρθια, ίσα να μη ζαλίζομαι.
Ζαλίζομαι λίγο, είναι η νάρκωση, είναι η ακινησία, είναι τα φάρμακα - αλλά προχωράω. Στηρίζομαι στον φορητό στύλο απ’όπου κρέμεται ο ορός και η αντιβίωση. Ή ό,τι άλλο περιέχει το δεύτερο σακουλάκι που κρέμεται από πάνω μου. Νιώθω σαν μωρό παιδί και γριά-χούφταλο μαζί.
Μάλλον το παράκανα όμως και τώρα νιώθω την αδυναμία σε όλο της το μεγαλείο, μόλις που προλαβαίνω να επιστρέψω στο κρεβάτι, κάτασπρη. Το ρυθμίζουν ώστε να είναι τα πόδια ψηλά και το κεφάλι χαμηλά. Α, δεν σου είπα, το κρεβάτι έχει τηλεχειριστήριο και είναι τέλειο, απλά τέλειο να το χρησιμοποιείς, προσαρμόζοντας κλίση και ύψος όπως θες εσύ!
Εντωμεταξύ, η πίεση έχει πέσει στο 9, έρχεται γιατρός, ο οποίος απαγορεύει ανασηκώματα και ξεπορτίσματα μέχρι το άλλο πρωί τ ο υ λ ά χ ι σ τ ο ν.
Οπότε, φτάνω στο τρίτο χειρότερο κατά σειρά εμφάνισης πράγμα που σου συμβαίνει αν μπεις σε νοσοκομείο (όχι για επίσκεψη): την πρώτη διανυκτέρευση.
Τότε ξυπνάνε οι πιο άγριοι εφιάλτες σου, οι πιο χαζές ανησυχίες σου, οι αϋπνίες που πάντα φοβόσουν. Οι νοσοκόμες δεν σ’αφήνουν στην ησυχία σου, μπαινοβγαίνουν για να αλλάξουν ορούς, να προσθέσουν αντιβιώσεις, να σου χώσουν παυσίπονες ενέσεις στην πεταλούδα, να μη σ’αφήσουν να κοιμηθείς αυτά τα λιγοστά δευτερόλεπτα που η μέση σου σε άφησε να ησυχάσεις και να σε πάρει λίγο ο ύπνος επιτέλους.
Γιατί η μέση, ω η μέση, τελικά θα σε πονέσει, όπου κι αν έχεις κάνει την επέμβαση - λόγω αναγκαστικής ακινητοποίησης ανάσκελα. Τα ράμματα τα ύπουλα, τραβάνε και πονάνε και τσιρίζουν, αν προσπαθήσεις να γυρίσεις έστω και σπιθαμή στο πλάι. Οπότε, οριζοντίωση. Μετράω προβατάκια, αλλά ο ύπνος δεν έρχεται.
Με το που αρχίζει λίγο να γκριζάρει ο ουρανός και σπάει η νύχτα, πρήζω τις νοσοκόμες σε ερωτήσεις «Πότε θα βγάλετε τον ορό; Θα φάω σήμερα; Πότε θα φάω; Θα φύγω σήμερα; Πότε θα φύγω;».
Το γεγονός ότι πεινάς είναι καλό σημάδι. Μετά από 3 ατελείωτες ώρες, κατά τις 9, μου φέρνουν το πλέον αστεράτο, λαχταριστό, πλούσιο πρωινό του κόσμου: μια κούπα τσάι και δύο φρυγανιές. Έχω να φάω δύο 24ωρα, αν λογαριάσεις και την προετοιμασία για την επέμβαση…
Ας μη γράψω άλλα, αν και ήδη παρέλειψα τα πλέον αηδιαστικά.
Παρά την καταπόνηση, όταν πάρεις το εξιτήριο στα χέρια σου και αρχίσεις να νιώθεις λίγο καλά στα πόδια σου, ταυτόχρονα αισθάνεσαι άτρωτος, ο πιο δυνατός άνθρωπος του κόσμου.
Άσχημα νέα με υποδέχονται λίγο μετά την έξοδο. Ξέρεις, η ζωή συνεχίζεται. Ευτυχώς όμως, στην υγεία είναι όλοι τους καλά…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου