Πάει κι αυτό.
Μετά από αυτό, τις προάλλες, ένιωσα σαν πλαστική φούσκα (έχασα όλο τον αέρα) – από αυτές που είναι πολλές μαζί, στο προστατευτικό νάιλον συσκευασίας, και κάποιος από νεύρα, βαρεμάρα, ή απλά χωρίς κανένα λόγο, τη ζουλάει, την τσιμπάει και στο τέλος τη σκάει. Να σκάσει, να φύγει όλος ο αέρας από μέσα, να ισοπεδωθεί.
Η εξάντληση μετά, ήταν σαν κι αυτή του ρούχου στο πλυντήριο, και σε λάθος πρόγραμμα. Με κλωθογύρισε, ταρακούνησε, με πέταξε με δύναμη στα τοιχώματα, με έστριψε και έστιψε, μέχρι να βγω κουρέλι. Να χάσω και το χρώμα μου.
Λέω, καλύτερα να ήμουν χαλάκι της εισόδου, οι άλλοι θα με πατούσαν, θα έτριβαν τα τακούνια τους πάνω μου, θα άφηναν τις λάσπες τους, ούτε που θα μου έδιναν σημασία.
Λέω, καλύτερα να ήμουν χαλάκι της εισόδου, οι άλλοι θα με πατούσαν, θα έτριβαν τα τακούνια τους πάνω μου, θα άφηναν τις λάσπες τους, ούτε που θα μου έδιναν σημασία.
Αλλά εγώ τουλάχιστον θα ήξερα ότι, πιο κάτω (από το πάτωμα της εισόδου), δεν πάει.
Ο Kiedis το είχε πει κάπως έτσι: «sometimes I feel like I don’t have a partner, sometimes I feel like my only friend, is the city I live in, the city of [a], lonely as I am, together we cry».
2 σχόλια:
Παιδάκι μου, τα χεις παίξει τελείως; Τι ήταν πάλι αυτό τωρα;
Thanx ρε, αλλά σου είπα, δεν ήταν τόσο πρόσφατο. Τώρα οκ.
Δημοσίευση σχολίου