Φέτος τα λουλούδια/φυτά του μπαλκονιού τα πήγαν εξαιρετικά καλά, πιάστηκε η μέση να κλαδεύω αλλά και να μαζεύω φύλλα και άνθη που βγήκαν, έγιναν αντικείμενο θαυμασμού, ξεράθηκαν κι έπεσαν. Όμως πριν 1-2 εβδομάδες είδα κάτι διαφορετικές μαργαρίτες σε ένα κήπο, μου χάρισαν δύο ρίζες, τις φύτεψα και λίγες μέρες μετά παρατηρούσα κάτι μεγαλούτσικες τρύπες στα φύλλα τους. Δεν μου είχε ξανασυμβεί και δεν έδωσα σημασία. Σαλιγκάρια δεν έχω εξάλλου.
Μια μέρα που πότιζα, είδα το Κακό να εγείρει το άσχημο «κεφάλι» του: ένα τεράστιο σκουλήκι, χορτασμένο από πρασινάδα και νερό, με κοιτούσε κοροϊδευτικά μέσα από μια τρύπα στο χώμα – αλλά διάβασα τελικά ότι δεν με κοίταζε, γιατί δεν έχει μάτια, μόνο στόμα (αυτό, αχόρταγο).
Η αντίδραση ήταν ακαριαία, στυγνή, αναπόφευκτη. Ήταν ή η μαργαρίτα ή ο σκώληκας. Ενήργησα εξ ονόματος του λουλουδιού, αν και εξ ορισμού, ο αγώνας θα κατέληγε αναίμακτος. Ωστόσο αηδιαστικός.
Ακόμα μία μέρα μετά, και τρύπες επανεμφανίστηκαν, οπότε έστησα καραούλι. Τελικά τσάκωσα ένα παλιοσκούληκο, μια γλειώδη και ποταπή κάμπια, να σέρνεται πάνω στον τρυφερό κορμό της μαργαρίτας. Όχι άλλο έγκλημα, εν ψυχρώ τουλάχιστον. Την έπιασα με ένα ξυλάκι και την πέταξα μαζί με κάτι φύλλα και κλαδάκια, ε, ας γίνει ό,τι θέλει. Έκτοτε δεν ξαναείδα τρύπες, αλλά το βλέμμα μου αετίσιο, εκεί. Τα φυτοφάρμακα δεν τα θέλω καθόλου, άσε που μαστουρώνεις κιόλας. Ειδοποίησα και τον κήπο-μακρινή πατρίδα, ευχαριστούν, και συγγνώμη για την αναστάτωση.
2 σχόλια:
Πω πω, η περιγραφή σου με το αδηφάγο σκουλήκι μου θύμισε λίγο Dune...
Δεν έτυχε, πέτυχε (λέμε τώρα). Αυτό το βιβλίο με έχει στοιχειώσει!
Δημοσίευση σχολίου