Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009

Stories from the city...

Ο διευθυντής μας, καλός άνθρωπος αλλά μπορεί να κάνει τη ζωή δύσκολη με τις ιδιοτροπίες του, ώρες-ώρες λατρεύω να τον μισώ. Αυτόν τον Αύγουστο θα τον περάσουμε μαζί, εκείνος έφυγε νωρίτερα για διακοπές, εγώ αν φύγω, θα φύγω πιο μετά. Δεν έχω όρεξη ούτε εισιτήρια για μαντόνα να ψάξω, φαντάσου. Υπήρξε μια καλή ευκαιρία για βουδαπέστη, αλλά εγώ δεν τσίμπησα, τι σου λέει αυτό.

Ζηλεύω βέβαια κάποιους γνωστούς που θα τη δουν στην ευρώπη. Ζηλεύω και τους φίλους μου που θα δουν σε λίγο τους U2 στο Λονδίνο. Απόμακρα ζηλεύω και τις φράσεις καφές και ξαπλώστρα, είμαι στο πλοίο, κουφονήσια, και τέτοια, αλλά τελικά παραμένουν ένας απόηχος στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου.

Εδώ. Εγώ, εδώ. Προσπαθώ να απολαύσω την ηρεμία της πόλης, το μπάχαλο του τρένου φαίνεται λιγότερο μπάχαλο έτσι, ξυπνάς και έχει ησυχία στη γειτονιά. Υποβόσκει βλέπεις μελαγχολία στις απότιστες γλάστρες, στα βουναλάκια αλληλογραφίας έξω από τις πόρτες, στα κλειστά πατζούρια. Απουσίες.

Το βιβλίο τελικά αποδεικνύεται ο πιο πιστός φίλος του ανθρώπου, καλύτερος κι απ’τα σκυλιά γιατί δεν αφήνει σάλια, το βιβλίο σε ναρκώνει όσο το διαβάζεις και ξεφεύγεις με τις ιστορίες του, αλλά μόλις το τελειώσεις, επιστρέφεις στην πραγματικότητα. Μου τη δίνει αυτή η απότομη γείωση στο τέλος της τελευταίας σελίδας, μετά την τελεία και την παύλα, με πιάνει μελαγχολία που δεν έχει άλλο. Αν μου έχει αρέσει η ιστορία πολύ, μετά μου λείπουν οι χαρακτήρες.

Βουλιάζω ωστόσο σε ιστορίες, αφού δεν έχω δικές μου, κλέβω των άλλων.

Έπρεπε να καθαρίσω λίγο το γραφείο, πριν σαπίσουμε όλοι εδωμέσα (ενδεχομένως να το έχω ρίξει τελευταία στην καθαριότητα και την οργάνωση, όπως όλοι οι εμμονικοί τύποι), οπότε πήγα στο σούπερ μάρκετ, απέναντι από τον Οκανά, για τα απαραίτητα εφόδια. Μπροστά μου περπατάει μια κοπέλα, από τη σφριγηλότητα του δέρματος την κάνω πολύ νέα, κορίτσι. Φοράει εξευτελιστικά κοντή φουστίτσα και δεκάποντα ξύλινα πέδιλα, ψηλή, έχει αψεγάδιαστο σώμα, μαύρισμα, δεν γυρίζει για να δω πρόσωπο, αλλά όλοι σταματάνε και την κοιτάνε με καρτουνίστικα γουρλωμένα μάτια. Σταματάει στη γωνία που είναι η πιάτσα, εγώ μπαίνω στο κατάστημα. Στο λίγο διάστημα που κάνω να πάρω από το ράφι χλωρίνη, κουβά και σφουγγαρίστρα και να πληρώσω, αυτή έχει ήδη βρει πελάτη. Βγαίνω και έχει εξαφανιστεί, δεν είναι καν μεσημέρι, είναι μέρα, ακόμα νωρίς, πρωινές οι καύλες κυριολεκτικά. Στο απέναντι πεζοδρόμιο περιμένουν κι άλλα κορίτσια, όχι το ίδιο προκλητικά ντυμένα, όχι και τόσο κορίτσια. Κάνω διάφορες σκέψεις, συνειρμούς στο μυαλό μου, πώς να τις λένε, ηλικίες, αν έτσι περνά όλη τους η μέρα, πού θα βρίσκονται αύριο, πώς τις κοιτάνε οι περαστικοί και μουρμουρίζουν, ιστορίες ατελείωτες μέχρι να φτάσω στο γραφείο και να παραδοθώ στη φασίνα.

Η άλλη ιστορία έχει να κάνει με μια ηλικιωμένη γυναίκα, πρέπει να μένει κανα-δυο τετράγωνα πάνω από μένα, νόμιζα ότι είναι άπορη και στον ήλιο χωρίς μοίρα. Χώνεται στους θάμνους και τις πρασιές των πεζοδρομίων, την παίρνει ο ύπνος (ή πέφτει σε ένα είδος αφασίας), κρεμιέται ένα πόδι ή ένα χέρι ξαφνικά μπροστά σου, τρομάζεις, παραλίγο να την πατήσεις. Μου είπαν ωστόσο ότι έχει δικό της σπίτι, μονοκατοικία, έμενε μαζί με την αδερφή της, ανύπαντρες, μόνες στον κόσμο. Μέχρι τη στιγμή που η αδερφή της πεθαίνει κι αυτή τα χάνει. Παίρνει τους δρόμους σβάρνα, μαυροφορεμένη με λευκό κοντό μαλλί, ξεχνάει να φάει, δεν μιλάει σε κανένα, χαμένη στον κόσμο της. Έχει μείνει φλοίδα, κάποιοι γείτονες της πάνε φαγητό, ποιος ξέρει κι αν τ’ακουμπάει. Τις προάλλες είχε ξαπλάρει στο παρτέρι μιας πλατειούλας, μια μαύρη σκιά στο πράσινο χόρτο, περνούσαν αργά κάτι κορίτσια με ένα κάμπριο αυτοκίνητο, την είδαν και νόμιζαν ότι κάτι έχει πάθει. Σταματάνε και τρέχουν να βοηθήσουν αναστατωμένες, εγώ τις έβλεπα από το βάθος του δρόμου και τώρα που έφτασα μπροστά τους, τους λέω να την αφήσουν, έτσι το κάνει. Η γυναίκα ίσως και να με άκουσε, ανοίγει το ένα μάτι, μόνο το ένα, και κουνάει το χέρι της σαν να διώχνει μύγες. Η κοπέλα με κοιτάει συνωμοτικά και λέει ψιθυριστά «ντάξει είναι δηλαδή;», ναι της κουνάω το κεφάλι, μαζεύονται πίσω στο αυτοκίνητο που έχει αράξει με αλάρμ και φεύγουν. Φεύγω κι εγώ, δεν θέλω να είμαι δίπλα στην ηλικιωμένη γυναίκα.

Ανοίγω το πισί, μπαίνω στο ίντερνετ, άλλες ιστορίες από κει. Σερφάρω αφηρημένα, σκέφτομαι ποιο να είναι το επόμενο βιβλίο που θα ξεκινήσω να διαβάζω.

Δεν υπάρχουν σχόλια: