καπόνι: αρσενικό πουλερικό που έχει ευνουχισθεί χειρουργικά πριν φθάσει στη σεξουαλική ωριμότητα και έχει σφαγεί σε ελάχιστη ηλικία 140 ημερών 7 αφού τα πουλερικά καταστούν καπόνια πρέπει να παχυνθούν για περίοδο τουλάχιστον 77 ημερών [...]
(ακόμα:
- καπόνι 1 το [kapóni] Ο44 : 1. ευνουχισμένος πετεινός, κατάλληλος για πάχυνση. 2. είδος ψαριού που μοιάζει με χριστόψαρο.
[ιταλ. cappon(e) ή βεν. capon (< λατ. capo) -ι (πρβ. ελνστ. κάπων < λατ. capo)]
καπόνι 2 το : (ναυτ.) δοκάρι για το κρέμασμα της βάρκας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου