Γυρίζοντας από την κηδεία, νιώθω σφυριά να χτυπάνε μέσα στο κεφάλι μου.
Άθελα μου, θυμάμαι εικόνες από την τηλεοπτική σειρά Γραφείο Κηδειών Φίσερ (6 Feet Under) και πώς κορόιδευα τα αμερικανάκια που έχουν κάνει μπίζνα και θέμα πρεστίζ τη διαδικασία προετοιμασίας και μετάβασης στην τελευταία κατοικία.
Με ένα τηλέφωνο, άντε και μια επίσκεψη στο Γραφείο, προκειμένου να διαλέξει το κατάλληλο ξύλο για το φέρετρο, ο πελάτης νιώθει ικανοποιημένος και ανακουφισμένος ότι τα διαδικαστικά του αποχαιρετισμού του αγαπημένου αποθανόντος έχουν τακτοποιηθεί πλήρως και με τον πλέον αξιοπρεπή τρόπο.
Στην Ελλάδα πρέπει να κάνεις πολλά τηλέφωνα (τουλάχιστον) προκειμένου να οργανώσεις το μακάβριο γεγονός. Επίσης, καλό είναι να βοηθήσουν και οι άμεσοι συγγενείς στη διαδικασία, γιατί άμα έχεις τον πόνο σου για το χαμό του ανθρώπου σου, εύκολα ξεχνάς να παραγγείλεις παξιμαδάκια για τον καφέ ή ακόμα και να κάνεις τις απαραίτητες κρατήσεις για τον άγευστο καφέ της παρηγοριάς, αφού η τελετή θα έχει λάβει τέλος.
Επιπρόσθετα, να έχεις να χαιρετήσεις στη σειρά όλους αυτούς τους ανθρώπους, ενώ είσαι ξενυχτισμένη και μακριά βυθισμένη στις σκέψεις σου.
Δεν έχω πρόθεση να αστειευτώ με τέτοια γεγονότα, ούτε καν να το τολμήσω διανοούμαι, μόνο σκέφτομαι ότι ο ελληνικός τρόπος πένθους και ταφής, ίσως επίτηδες να είναι ψυχοβγαλτικός, επίπονος, ψυχοφθόρος, ώστε από τη μια μεν το μυαλό να ασχολείται με πρακτικά πράγματα, κερδίζοντας χρόνο μέχρι να αρχίσει να εξοικειώνεται με το ασύλληπτο γεγονός της απώλειας, από την άλλη δε, όταν αυτό αναπόφευκτα συμβεί, να έχει όλη τη στήριξη συγγενών και φίλων και να κλάψει μέχρι λυγμών στην αγκαλιά τους, καθώς οι πολλαπλές συνειδητοποιήσεις της επερχόμενης πραγματικότητας, της επόμενης ημέρας, τον χτυπούν σταδιακά η μία μετά την άλλη.
(Μικρή φιλενάδα, δεν μπορώ να πω αξιοπρεπή συλλυπητήρια σε κοντινά και αγαπημένα πρόσωπα, η γλώσσα αρνείται να ξεκολλήσει από τον ουρανίσκο, είμαι μια απογοήτευση. Κερνάω καφέ όταν μπορέσεις, για να σου πω από κοντά ότι ΟΛΑ ΘΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ.)
Σάββατο 28 Απριλίου 2007
Τρίτη 24 Απριλίου 2007
Πρωτάκι
Κάθομαι στη γωνία, τα υπόλοιπα κορίτσια με κοιτούν από πάνω ως κάτω, και μέσα από τα ρούχα αν μπορούσαν, σαν τη νεοφερμένη που είμαι – δεν έχω κανένα να μιλήσω, μόνο άγχος για το τι θα ακολουθήσει.
Αυτοί που ρώτησα μου είπαν ότι η δασκάλα είναι δύσκολη και τσαούσα, θυμάμαι την Επίλεκτη που είχε η τηλεόραση προχτες και αναρριγώ, λες πουλάκι μου να χρειαστεί να ξυρίσω το σκαλπ για να γίνω ισότιμο μέλος της ομάδας;
Οι άλλες πάντως κανονικά μαλλιά έχουν, άρα υπάρχει ελπίς.
Εισέρχεται της αιθούσης μικροκαμωμένη πλην γραμωμένη γυνή, το πλήθος σηκώνεται και στοιχίζεται μην τυχόν και εκείνη πάρει ανάποδες βλέποντάς τους καθιστούς.
Όταν αρχίσει το μάθημα, η μέγαιρα-ιέρεια-αρχιβασανίστρια με τραβάει στη γωνία ωσάν λεπρή και μου ψιθυρίζει «έχεις δυναμικό, αλλά θα ασχολούμαι ένα μήνα συνέχεια μαζί σου. Θα σε έχω στο μάτι!» Πιο σιγά καλέ, μας ακούνε!
Αρχίζει τα ζουλήγματα «όταν κάνεις αυτή την άσκηση, θα πρέπει να νιώθεις κάτι να γίνεται εδώ, κατάλαβες;» και δώστου πίεση στην πλάτη. Νιώθω πολλά να γίνονται και όχι μόνο στην πλάτη καλή μου κυρία, άσε που ο ιδρώτας κυλάει λες κι άνοιξαν κάνουλες σε όλο το σώμα, διψάω και πονώ και δεν μπορώ να κουνηθώ με τον κέρβερο πάνω μου.
Για καλή μου τύχη υπάρχει και άλλη αρχάριος, οπότε το αρχιβάσανο έχει κι άλλο θύμα να τσιτσιρίσει.
Μ’αυτά και μ’αυτά, φτάνει η ιερή ανακούφιση της χαλάρωσης και έτσι κλείνει η πρώτη ώρα στο νέο μου γυμναστήριο. Θέλω να ανοίξει ο ουρανός και να αρχίσει να βρέχει σουβλάκια, παγωτά και γρανίτα φράουλα.
Το πρώην γυμναστήριο βάρεσε κανόνι, ξεσπιτώθηκα, ξεβολεύτηκα και άρχισα να ψάχνω για νέο – το βρήκα και γράφτηκα προχτές, αλλά ξεκίνησα σήμερα. Καλή εβδομάδα.
Αυτοί που ρώτησα μου είπαν ότι η δασκάλα είναι δύσκολη και τσαούσα, θυμάμαι την Επίλεκτη που είχε η τηλεόραση προχτες και αναρριγώ, λες πουλάκι μου να χρειαστεί να ξυρίσω το σκαλπ για να γίνω ισότιμο μέλος της ομάδας;
Οι άλλες πάντως κανονικά μαλλιά έχουν, άρα υπάρχει ελπίς.
Εισέρχεται της αιθούσης μικροκαμωμένη πλην γραμωμένη γυνή, το πλήθος σηκώνεται και στοιχίζεται μην τυχόν και εκείνη πάρει ανάποδες βλέποντάς τους καθιστούς.
Όταν αρχίσει το μάθημα, η μέγαιρα-ιέρεια-αρχιβασανίστρια με τραβάει στη γωνία ωσάν λεπρή και μου ψιθυρίζει «έχεις δυναμικό, αλλά θα ασχολούμαι ένα μήνα συνέχεια μαζί σου. Θα σε έχω στο μάτι!» Πιο σιγά καλέ, μας ακούνε!
Αρχίζει τα ζουλήγματα «όταν κάνεις αυτή την άσκηση, θα πρέπει να νιώθεις κάτι να γίνεται εδώ, κατάλαβες;» και δώστου πίεση στην πλάτη. Νιώθω πολλά να γίνονται και όχι μόνο στην πλάτη καλή μου κυρία, άσε που ο ιδρώτας κυλάει λες κι άνοιξαν κάνουλες σε όλο το σώμα, διψάω και πονώ και δεν μπορώ να κουνηθώ με τον κέρβερο πάνω μου.
Για καλή μου τύχη υπάρχει και άλλη αρχάριος, οπότε το αρχιβάσανο έχει κι άλλο θύμα να τσιτσιρίσει.
Μ’αυτά και μ’αυτά, φτάνει η ιερή ανακούφιση της χαλάρωσης και έτσι κλείνει η πρώτη ώρα στο νέο μου γυμναστήριο. Θέλω να ανοίξει ο ουρανός και να αρχίσει να βρέχει σουβλάκια, παγωτά και γρανίτα φράουλα.
Το πρώην γυμναστήριο βάρεσε κανόνι, ξεσπιτώθηκα, ξεβολεύτηκα και άρχισα να ψάχνω για νέο – το βρήκα και γράφτηκα προχτές, αλλά ξεκίνησα σήμερα. Καλή εβδομάδα.
Δευτέρα 23 Απριλίου 2007
what is spirulina?
"Η σπιρουλίνα (Spirulina) είναι ένα φαγώσιμο κυανο-πράσινο μικροφύκος. Αποτελείται από πολλά κύτταρα, που σχηματίζουν μεταξύ τους νημάτια, τα οποία πολλές φορές είναι σπειροειδή.
Η σπιρουλίνα περιέχει περισσότερες από 100 πολύτιμες θρεπτικές ουσίες, και αποτελεί εξισορροπημένο και πλήρες τρόφιμο, ένα από τα πιο πλούσια που μας έχει δώσει η φύση. Έχει πολύ μεγάλη πεπτικότητα (95%), σε σύγκριση με αυτή των περισσοτέρων τροφίμων που είναι μόνο 10 - 15%.
Η σπιρουλίνα παράγει όλες τις θρεπτικές τις ουσίες με τη βοήθεια του ηλιακού φωτός και το διοξείδιο του άνθρακα της ατμόσφαιρας. Το κυανό χρώμα οφείλεται σε μια πρωτεΐνη, την φυκοκυανίνη, ενώ το πράσινο στη χλωροφύλλη.
Η σπιρουλίνα περιέχει πρωτεΐνη (50 - 70%), λιπίδια (5 - 7%), σάκχαρα (15 - 25%), βιταμίνες (Β1, Β5 και Β6), ιχνοστοιχεία και μέταλλα. Επίσης περιέχει: Βιταμίνη Β12, Σίδηρο, Βιταμίνη Ε, Βήτα Καροτίνη, Αντιοξειδωτικά, Λιπαρά οξέα (βίΑ), Χλωροφύλλη."
"Η σπιρουλίνα είναι μία αθάνατη μορφή ζωής η οποία ανανεώνει τον εαυτό εδώ και 3,6 δισεκατομμύρια χρόνια.
Αυτό το θαυματουργό φυτό είναι πράγματι τόσο παλιό όσο και ο πλανήτης Γη. Καταλαμβάνει μία μοναδική θέση στο φυτικό βασίλειο. Η σπιρουλίνα προέρχεται από την πρώτη στον κόσμο φυτοσυνθετική μορφή ζωής. Αυτό που καθιστά την σπιρουλίνα πραγματικά μοναδική σε σχέση με τα άλλα φυτά είναι ότι τα διατροφικά συστατικά που περιέχει αυτό το φυτό -θαύμα είναι άμεσα και εξ ολοκλήρου εύπεπτα.
Η χλωροφύλλη είναι σχεδόν ταυτόσημη στην μοριακή της δομή με την ανθρώπινη αιμοσφαιρίνη γι' αυτό και συχνά ονομάζεται 'πράσινο αίμα'.
Αν και αναφορές για την κατανάλωση της σπιρουλίνας έχουν γίνει πολλούς αιώνες πριν, όπως από τους Αζτέκους στο Μεξικό, και η σπιρουλίνα βρίσκεται είτε με την μία μορφή είτε με την άλλη εδώ και 3,5 δισεκατομμύρια χρόνια , η επανακάλυψη της από τους επιστήμονες έγινε τα τελευταία 30 χρόνια. Αναπτύσσεται φυσικά σε ζεστές και υψηλής αλκαλικότητας λίμνες σε υποτροπικές περιοχές , και σε φάρμες από άλγη σε ελεγχόμενες συνθήκες περιβάλλοντος."
"Ξεκινώντας 3 δισεκατομμύρια χρόνια πριν, το πράσινο-μπλε αυτό φύκη ξεκίνησε να δεσμεύει το ατμοσφαιρικό άζωτο, να μετατρέπει το διοξείδιο του άνθρακα σε σάκχαρα, και να απελευθερώνει ελεύθερο οξυγόνο το οποίο τελικά δημιούργησε πλούσια σε οξυγόνο ατμόσφαιρα απαραίτητη για την ανάπτυξη άλλης ζωής."
Η σπιρουλίνα παράγει όλες τις θρεπτικές τις ουσίες με τη βοήθεια του ηλιακού φωτός και το διοξείδιο του άνθρακα της ατμόσφαιρας. Το κυανό χρώμα οφείλεται σε μια πρωτεΐνη, την φυκοκυανίνη, ενώ το πράσινο στη χλωροφύλλη.
Η σπιρουλίνα περιέχει πρωτεΐνη (50 - 70%), λιπίδια (5 - 7%), σάκχαρα (15 - 25%), βιταμίνες (Β1, Β5 και Β6), ιχνοστοιχεία και μέταλλα. Επίσης περιέχει: Βιταμίνη Β12, Σίδηρο, Βιταμίνη Ε, Βήτα Καροτίνη, Αντιοξειδωτικά, Λιπαρά οξέα (βίΑ), Χλωροφύλλη."
"Η σπιρουλίνα είναι μία αθάνατη μορφή ζωής η οποία ανανεώνει τον εαυτό εδώ και 3,6 δισεκατομμύρια χρόνια.
Αυτό το θαυματουργό φυτό είναι πράγματι τόσο παλιό όσο και ο πλανήτης Γη. Καταλαμβάνει μία μοναδική θέση στο φυτικό βασίλειο. Η σπιρουλίνα προέρχεται από την πρώτη στον κόσμο φυτοσυνθετική μορφή ζωής. Αυτό που καθιστά την σπιρουλίνα πραγματικά μοναδική σε σχέση με τα άλλα φυτά είναι ότι τα διατροφικά συστατικά που περιέχει αυτό το φυτό -θαύμα είναι άμεσα και εξ ολοκλήρου εύπεπτα.
Η χλωροφύλλη είναι σχεδόν ταυτόσημη στην μοριακή της δομή με την ανθρώπινη αιμοσφαιρίνη γι' αυτό και συχνά ονομάζεται 'πράσινο αίμα'.
Αν και αναφορές για την κατανάλωση της σπιρουλίνας έχουν γίνει πολλούς αιώνες πριν, όπως από τους Αζτέκους στο Μεξικό, και η σπιρουλίνα βρίσκεται είτε με την μία μορφή είτε με την άλλη εδώ και 3,5 δισεκατομμύρια χρόνια , η επανακάλυψη της από τους επιστήμονες έγινε τα τελευταία 30 χρόνια. Αναπτύσσεται φυσικά σε ζεστές και υψηλής αλκαλικότητας λίμνες σε υποτροπικές περιοχές , και σε φάρμες από άλγη σε ελεγχόμενες συνθήκες περιβάλλοντος."
"Ξεκινώντας 3 δισεκατομμύρια χρόνια πριν, το πράσινο-μπλε αυτό φύκη ξεκίνησε να δεσμεύει το ατμοσφαιρικό άζωτο, να μετατρέπει το διοξείδιο του άνθρακα σε σάκχαρα, και να απελευθερώνει ελεύθερο οξυγόνο το οποίο τελικά δημιούργησε πλούσια σε οξυγόνο ατμόσφαιρα απαραίτητη για την ανάπτυξη άλλης ζωής."
Πέμπτη 19 Απριλίου 2007
Τετάρτη 18 Απριλίου 2007
Σάββατο στην πόλη
Επί της Πειραιώς, λίγο μετά το Γκάζι και πριν την Πέτρου Ράλλη, βρίσκεται το νέο Μουσείο Μπενάκη, όπου δεν ξέρω αν το έχει συνειδητοποιήσει πολύς κόσμος, αλλά στα περίχωρα διεξάγεται ένας καθημερινός, αδυσώπητος πολιτιστικός πόλεμος.
Έγραψα μια χαζή εναρκτήρια πρόταση για να πω ότι έχει πλάκα που στο απέναντι πεζοδρόμιο του Μουσείου βρίσκεται το Μέγαρο του Γιάννη, δηλαδή το μαγαζί που τραγουδάει ο Πλούταρχος. Ένα στενάκι δρόμος είναι η απόσταση που χωρίζει τα 2 αυτά κτήρια πάνω στη γη, αλλά αχαρτογράφητη ακόμα η απόσταση στα μυαλά των ανθρώπων, των διαφορετικών τονίζω ανθρώπων, που επισκέπτονται τα 2 αυτά πολιτισμικά ιδρύματα.
Νομίζω ότι ακόμα ένας πόλεμος διαδραματίζεται εκεί – αυτή τη φορά μέσα στο ίδιο το Μουσείο. Δεν είναι πόλεμος ακριβώς, είναι μια σύρραξη που απειλεί να ξεσπάσει από στιγμή σε στιγμή, τον τελευταίο ενάμισι χρόνο.
Να γίνω πιο συγκεκριμένη, μπας και καταλάβει κανείς τι γράφω: εδώ και αρκετό χρόνο το Μουσείο Μπενάκη διοργανώνει άκρως ενδιαφέρουσες εκθέσεις-αφιερώματα σε σημαντικούς ξένους αλλά και έλληνες (ναι, έχουμε και μεις τέτοιους) αρχιτέκτονες. Το καλό με τις εκθέσεις αυτές είναι πως δε χρειάζεται να έχεις τελειώσει το Μετσόβιο για να τις παρακολουθήσεις – μακέτες και κατόψεις έχει να φαν κι οι κότες, αλλά εσύ (εγώ δηλαδή) μπορείς να επικεντρωθείς στις καταπληκτικές φωτογραφίες των κτηρίων, στις ενδιαφέρουσες σημειώσεις που συσχετίζουν και «τοποθετούν» τα κτήρια στο εκάστοτε περιβάλλον τους, τη λειτουργικότητά τους στην καθημερινή ζωή, και κυρίως τη φιλοσοφία του αρχιτέκτονα πίσω από αυτά τα οικοδομήματα, γιατί καλή και άγια η αντιπαροχή, αλλά κοίτα τώρα που όλοι λένε τι άσχημη και άχαρη πόλη που είναι η Αθήνα και κανείς δεν ξεχωρίζει αρχιτέκτονα από πολιτικό μηχανικό.
Επανέρχομαι στη σύρραξη που έλεγα: θα είχε πολύ πλάκα, πολύ γέλιο όμως, αν έβαζαν υποχρεωτική παρακολούθηση όλων αυτών των εκθέσεων, μη σου πω και επιβολή ερωτήσεων και εκθέσεων κατανόησης, σε όλους αυτούς τους mega-vovo-εργολαβο-τέκτονες που έχουν σοδομίσει αυτή την πόλη, υπό την έγκριση και αιγίδα πάντα της Πολιτείας. Όχι ότι θα γινόταν κάτι, αλλά δεν είναι μια αστεία σκέψη;
Σε κάθε περίπτωση, το αφιέρωμα στον Πορτογάλο αρχιτέκτονα Alvaro Siza συνεχίζεται μέχρι το Μάιο και δεν ξέρω αν προλαβαίνεις ακόμα την έκθεση Τομπάζη, όλα αυτά στο Μουσείο Μπενάκη, δίπλα στον Γιαννάκη (για τον οποίο τρέφω μεγάλη εκτίμηση, κάποτε έσωσε τη ζωή μου from a broken heart).
Έγραψα μια χαζή εναρκτήρια πρόταση για να πω ότι έχει πλάκα που στο απέναντι πεζοδρόμιο του Μουσείου βρίσκεται το Μέγαρο του Γιάννη, δηλαδή το μαγαζί που τραγουδάει ο Πλούταρχος. Ένα στενάκι δρόμος είναι η απόσταση που χωρίζει τα 2 αυτά κτήρια πάνω στη γη, αλλά αχαρτογράφητη ακόμα η απόσταση στα μυαλά των ανθρώπων, των διαφορετικών τονίζω ανθρώπων, που επισκέπτονται τα 2 αυτά πολιτισμικά ιδρύματα.
Νομίζω ότι ακόμα ένας πόλεμος διαδραματίζεται εκεί – αυτή τη φορά μέσα στο ίδιο το Μουσείο. Δεν είναι πόλεμος ακριβώς, είναι μια σύρραξη που απειλεί να ξεσπάσει από στιγμή σε στιγμή, τον τελευταίο ενάμισι χρόνο.
Να γίνω πιο συγκεκριμένη, μπας και καταλάβει κανείς τι γράφω: εδώ και αρκετό χρόνο το Μουσείο Μπενάκη διοργανώνει άκρως ενδιαφέρουσες εκθέσεις-αφιερώματα σε σημαντικούς ξένους αλλά και έλληνες (ναι, έχουμε και μεις τέτοιους) αρχιτέκτονες. Το καλό με τις εκθέσεις αυτές είναι πως δε χρειάζεται να έχεις τελειώσει το Μετσόβιο για να τις παρακολουθήσεις – μακέτες και κατόψεις έχει να φαν κι οι κότες, αλλά εσύ (εγώ δηλαδή) μπορείς να επικεντρωθείς στις καταπληκτικές φωτογραφίες των κτηρίων, στις ενδιαφέρουσες σημειώσεις που συσχετίζουν και «τοποθετούν» τα κτήρια στο εκάστοτε περιβάλλον τους, τη λειτουργικότητά τους στην καθημερινή ζωή, και κυρίως τη φιλοσοφία του αρχιτέκτονα πίσω από αυτά τα οικοδομήματα, γιατί καλή και άγια η αντιπαροχή, αλλά κοίτα τώρα που όλοι λένε τι άσχημη και άχαρη πόλη που είναι η Αθήνα και κανείς δεν ξεχωρίζει αρχιτέκτονα από πολιτικό μηχανικό.
Επανέρχομαι στη σύρραξη που έλεγα: θα είχε πολύ πλάκα, πολύ γέλιο όμως, αν έβαζαν υποχρεωτική παρακολούθηση όλων αυτών των εκθέσεων, μη σου πω και επιβολή ερωτήσεων και εκθέσεων κατανόησης, σε όλους αυτούς τους mega-vovo-εργολαβο-τέκτονες που έχουν σοδομίσει αυτή την πόλη, υπό την έγκριση και αιγίδα πάντα της Πολιτείας. Όχι ότι θα γινόταν κάτι, αλλά δεν είναι μια αστεία σκέψη;
Σε κάθε περίπτωση, το αφιέρωμα στον Πορτογάλο αρχιτέκτονα Alvaro Siza συνεχίζεται μέχρι το Μάιο και δεν ξέρω αν προλαβαίνεις ακόμα την έκθεση Τομπάζη, όλα αυτά στο Μουσείο Μπενάκη, δίπλα στον Γιαννάκη (για τον οποίο τρέφω μεγάλη εκτίμηση, κάποτε έσωσε τη ζωή μου from a broken heart).
Και επειδή τα θεάματα πρέπει να συνδυάζονται με άρτο για μάξιμουμ απόλαυση, δυο βήματα είμαι από το Γκάζι, όπου έχει άρτο και τάπας και μεζέδες και όλα. Διαφήμιση δεν κάνω, αλλά πιστεύω ότι το καλό πράγμα πρέπει να λέγεται, οπότε ικανοποίησα και με το παραπάνω την πείνα μου στο ΤΟ, το οποίο φέρει μεν ανέμπνευστο όνομα (Τριπτολέμου & Ορφέως, ΤΟ ντε!), αλλά η νοστιμιά της κουζίνας και η ευγένεια του προσωπικού του είναι το κάτι άλλο.
Τρίτη 17 Απριλίου 2007
Δευτέρα 16 Απριλίου 2007
Παρασκευή 13 Απριλίου 2007
Συμβαίνει τώρα
Διάθεση: ανοιξιάτικη
Αγαπημένο χρώμα: καρπουζί
Αγαπημένη μυρωδιά: νυχτολούλουδο
Αγαπημένο αξεσουάρ: γυαλιά ηλίου, τριαξονικά, ανατρεπόμενα
Αγαπημένη γεύση: το φιλί του, όταν έχει φάει φράουλες, ή παγωτό βανίλια, ή φράουλες με παγωτό βανίλια
Αγαπημένη ασχολία: βόλτες στη λιακάδα
Αγαπημένος προορισμός (όταν υπάρχει): βιτρίνες με ανοιξιάτικα ρούχα
Αγαπημένη μουσική: Amy Winehouse, Bjork, John Legend
Αγαπημένο χρώμα: καρπουζί
Αγαπημένη μυρωδιά: νυχτολούλουδο
Αγαπημένο αξεσουάρ: γυαλιά ηλίου, τριαξονικά, ανατρεπόμενα
Αγαπημένη γεύση: το φιλί του, όταν έχει φάει φράουλες, ή παγωτό βανίλια, ή φράουλες με παγωτό βανίλια
Αγαπημένη ασχολία: βόλτες στη λιακάδα
Αγαπημένος προορισμός (όταν υπάρχει): βιτρίνες με ανοιξιάτικα ρούχα
Αγαπημένη μουσική: Amy Winehouse, Bjork, John Legend
Τετάρτη 11 Απριλίου 2007
Τρίτη 10 Απριλίου 2007
Καν
Το κτήριο που στεγάζει τη Βουλή του Μπαγκλαντές ή αλλιώς Jatiyo Sangsad Bhaban, βρίσκεται στην πρωτεύουσα Ντάκα και δημιουργήθηκε από τον αρχιτέκτονα Louis I. Kahn.
Με γνώμονα τη βέλτιστη χρήση του χώρου, αλλά και την ενσωμάτωση στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας, οι εργασίες ανοικοδόμησης ξεκίνησαν το 1961 (τότε υπό πακιστανική κυβέρνηση), η ολοκλήρωσή τους όμως επιτεύχθηκε το 1982, οκτώ χρόνια μετά τον ξαφνικό θάνατο του αρχιτέκτονα. Παρ’ολ’αυτά, το Jatiyo Sangsad Bhaban θεωρείται κορυφαίο δημιούργημα του Kahn, καθώς και ένα από τα αριστουργήματα του Μοντερνισμού.
Ο Kahn εμπλεκόταν προσωπικά με τα έργα του, και παρά τη θεωρητική, σχεδόν φιλοσοφική προσέγγιση των σχεδίων του, η συνεργασία με τους μηχανικούς ήταν στενή, με συνέπεια να προκύπτουν άψογα αποτελέσματα καθώς και τεχνικές καινοτομίες.
Τα μνημειώδη έργα του Kahn σίγουρα άφησαν το σημάδι του στην αρχιτεκτονική και τις τέχνες γενικότερα, παρά τις όποιες παρατηρήσεις που μπορεί να έχει κανείς για αυτά.
Τα μνημειώδη έργα του Kahn σίγουρα άφησαν το σημάδι του στην αρχιτεκτονική και τις τέχνες γενικότερα, παρά τις όποιες παρατηρήσεις που μπορεί να έχει κανείς για αυτά.
Η συμπεριφορά όμως του Kahn στην προσωπική του ζωή άφησε πίσω του πληγωμένες 3 οικογένειες, τρία παιδιά από τρεις διαφορετικές γυναίκες, μόνο μία εκ των οποίων η νόμιμη σύζυγος.
Όπως αναφέρεται και στην ταινία My architect/ A Son’s Journey, ο Kahn ήταν σαν παιδί που δεν μπορούσε να πει όχι, έδινε την αγάπη του όπου τη ζητούσαν, χωρίς να σκέφτεται τις συνέπειες στα μετόπισθεν.
Κυριακή 8 Απριλίου 2007
Ανάσταση
Η Ανάσταση (και γενικά το Πάσχα) του 1986 ήταν κάπως περίεργο, μετά τα νέα της έκρηξης στο Τσερνόμπιλ και όλες τις επιπτώσεις της ραδιενέργειας. Η γιαγιά μας η καλή είχε κατέβει μέρες νωρίτερα στο χωριό για να κάνει τις ετοιμασίες υποδοχής για τα μικρά εγγόνια (εμένα και τα αδέρφια μου δηλαδή), ανάμεσα στις οποίες περιλαμβανόταν και η αγορά μιας κατσίκας, προκειμένου να πίνουμε φρέσκο γάλα (τρεφόταν με χορτάρι αράντιστο, της δικιάς μας αυλής). Η κατσικούλα ήταν αγριωπή και αρχικά τη φοβόμουν, αλλά μετά την τάιζα και την χάζευα να μασουλάει ώρες, και ένιωσα δυστυχία και απόγνωση όταν έμαθα ότι λόγω κάποιου ηλίθιου «τραγικού ατυχήματος» σε μια χώρα που φάνταζε τόσο μακρινή, έπρεπε να δώσουμε πίσω το ζωντανό και γενικά να κόψουμε μαχαίρι τις όποιες - αθώες μέχρι πρότινος - επαφές με τη φύση, όπως μάζεμα μαργαριτών των αγρού για να κάνουμε μπουκετάκι για τη μαμά, προσπάθεια πιάσιμου κοτοπουλακίων, και άλλων τέτοιων.
Η Ανάσταση στο Μισούρι των ΗΠΑ ήταν η πρώτη μακριά από τους δικούς μου, αλλά η φίλη μου τα είχε οργανώσει τόσο ωραία που δεν κατάλαβα έλλειψη πατρίδας. Μετά από έναν Επιτάφιο που με είχε συγκλονίσει με την προσοχή στις λεπτομέρειες των πραγμάτων καθώς και την κατανυκτική ευσέβεια των παρευρισκομένων, η Ανάσταση ήταν λίγο-πολύ διεκπεραιωτική, όπως και παντού άλλωστε: πάρε Φως, πάμε για Φαΐ. Θυμάμαι ότι επιστρέφοντας σπίτι, αγοράσαμε ξεροψημένα μπέργκερ και ένα τεράστιο μιλκσέικ σοκολάτα με κούκις η καθεμία. Κόλαση!
Η Ανάσταση πέρσι στη Βαρκελώνη σίγουρα έγινε χωρίς εμάς. Είχαμε όλες τις καλές προθέσεις, βρήκαμε και την ορθόδοξη εκκλησία, αλλά δεν έχω ιδέα γιατί δεν πήγαμε ούτε τι ακριβώς κάναμε εκείνο το βράδυ. Ίσως φταίει το ότι επρόκειτο για το ταξίδι του μέλιτος, ίσως το ότι η Βαρκελώνη είναι μια εκμαυλιστικά υπέροχη πόλη, πάντως όλα είναι θολά στο μυαλό μου, κι ας έγιναν τόσο πρόσφατα.
Η Ανάσταση του 2002 ήταν η πρώτη χωρίς τη γιαγιά και η πρώτη στην Αθήνα μετά από τόσα και τόσα χρόνια στο χωριό. Η παραμονή της οικογένειας στην Αθήνα ήταν για μένα η μοναδική θετική επίπτωση του θανάτου της γιαγιάς, αν μπορεί κανείς το πει έτσι, σε ένα σπίτι θλιμμένο και άδειο από την παρουσία της (for the years to come as well?).
Στην Ανάσταση στην Αμβέρσα όλα τα έθιμα τηρήθηκαν με τον πλέον παραδοσιακό τρόπο: βάλαμε τα καλά μας, ήμασταν στην ώρα μας στην εκκλησία, είχαμε πάρει τα κεριά μας και όλα τα προστατευτικά συμπράγκαλα για να μεταφέρουμε το φως στο σπίτι και να μην μας μπουζουριάσουν για εμπρηστές/ τρομοκράτες/ ελληνάρες, μεσάνυχτα πράμα σε ξένη χώρα. Οι καμπάνες έκαναν ένα τσικι-τσακα αντί για ντάγκα-ντούγκα, δεδομένου ότι η εκκλησία βρισκόταν στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας (απέξω για γκαράζ την έκανες, όχι για ιερό ναό) και δεν έπρεπε να ξυπνήσουμε τους κατοίκους. Xαιρετηθήκαμε και ευχηθήκαμε αναμεταξύ μας οι λίγοι σχετικά παρευρισκόμενοι, που άγνωστοι ήμασταν μεν, έλληνες δε, και σε κάτι τέτοιες στιγμές θες να την «ακούσεις» την πατρίδα. Γυρίσαμε σπίτι και πέσαμε με τα μούτρα να βοηθάμε την οικοδέσποινα να αυγοκόψει τη μαγειρίτσα.
Φέτος έκανα Ανάσταση από το κρεβάτι, καταραμένη γαστρεντερίτιδα ή κάτι τέτοιο αηδιαστικό, χτύπησες λίγα 24ωρα πριν τη γιορτή και θες και μέρες για να κάνεις τον κύκλο σου, πανάθεμά σε. Το σίγουρο είναι πως ήμουν πάλι στην Αθήνα (και ήταν γαλήνια) και η νύχτα ήταν τόσο διαυγής, που έβλεπες τα πυροτεχνήματα να σκάνε στον ουρανό μέχρι και καμία δεκαριά συνοικίες/ εκκλησίες πιο κάτω.
Χρόνια Πολλά και Καλά!
Η Ανάσταση στο Μισούρι των ΗΠΑ ήταν η πρώτη μακριά από τους δικούς μου, αλλά η φίλη μου τα είχε οργανώσει τόσο ωραία που δεν κατάλαβα έλλειψη πατρίδας. Μετά από έναν Επιτάφιο που με είχε συγκλονίσει με την προσοχή στις λεπτομέρειες των πραγμάτων καθώς και την κατανυκτική ευσέβεια των παρευρισκομένων, η Ανάσταση ήταν λίγο-πολύ διεκπεραιωτική, όπως και παντού άλλωστε: πάρε Φως, πάμε για Φαΐ. Θυμάμαι ότι επιστρέφοντας σπίτι, αγοράσαμε ξεροψημένα μπέργκερ και ένα τεράστιο μιλκσέικ σοκολάτα με κούκις η καθεμία. Κόλαση!
Η Ανάσταση πέρσι στη Βαρκελώνη σίγουρα έγινε χωρίς εμάς. Είχαμε όλες τις καλές προθέσεις, βρήκαμε και την ορθόδοξη εκκλησία, αλλά δεν έχω ιδέα γιατί δεν πήγαμε ούτε τι ακριβώς κάναμε εκείνο το βράδυ. Ίσως φταίει το ότι επρόκειτο για το ταξίδι του μέλιτος, ίσως το ότι η Βαρκελώνη είναι μια εκμαυλιστικά υπέροχη πόλη, πάντως όλα είναι θολά στο μυαλό μου, κι ας έγιναν τόσο πρόσφατα.
Η Ανάσταση του 2002 ήταν η πρώτη χωρίς τη γιαγιά και η πρώτη στην Αθήνα μετά από τόσα και τόσα χρόνια στο χωριό. Η παραμονή της οικογένειας στην Αθήνα ήταν για μένα η μοναδική θετική επίπτωση του θανάτου της γιαγιάς, αν μπορεί κανείς το πει έτσι, σε ένα σπίτι θλιμμένο και άδειο από την παρουσία της (for the years to come as well?).
Στην Ανάσταση στην Αμβέρσα όλα τα έθιμα τηρήθηκαν με τον πλέον παραδοσιακό τρόπο: βάλαμε τα καλά μας, ήμασταν στην ώρα μας στην εκκλησία, είχαμε πάρει τα κεριά μας και όλα τα προστατευτικά συμπράγκαλα για να μεταφέρουμε το φως στο σπίτι και να μην μας μπουζουριάσουν για εμπρηστές/ τρομοκράτες/ ελληνάρες, μεσάνυχτα πράμα σε ξένη χώρα. Οι καμπάνες έκαναν ένα τσικι-τσακα αντί για ντάγκα-ντούγκα, δεδομένου ότι η εκκλησία βρισκόταν στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας (απέξω για γκαράζ την έκανες, όχι για ιερό ναό) και δεν έπρεπε να ξυπνήσουμε τους κατοίκους. Xαιρετηθήκαμε και ευχηθήκαμε αναμεταξύ μας οι λίγοι σχετικά παρευρισκόμενοι, που άγνωστοι ήμασταν μεν, έλληνες δε, και σε κάτι τέτοιες στιγμές θες να την «ακούσεις» την πατρίδα. Γυρίσαμε σπίτι και πέσαμε με τα μούτρα να βοηθάμε την οικοδέσποινα να αυγοκόψει τη μαγειρίτσα.
Φέτος έκανα Ανάσταση από το κρεβάτι, καταραμένη γαστρεντερίτιδα ή κάτι τέτοιο αηδιαστικό, χτύπησες λίγα 24ωρα πριν τη γιορτή και θες και μέρες για να κάνεις τον κύκλο σου, πανάθεμά σε. Το σίγουρο είναι πως ήμουν πάλι στην Αθήνα (και ήταν γαλήνια) και η νύχτα ήταν τόσο διαυγής, που έβλεπες τα πυροτεχνήματα να σκάνε στον ουρανό μέχρι και καμία δεκαριά συνοικίες/ εκκλησίες πιο κάτω.
Χρόνια Πολλά και Καλά!
Παρασκευή 6 Απριλίου 2007
Ριζότο με λαχανικά
Οι κατάλληλες ποικιλίες ρυζιού για την παρασκευή ριζότο είναι οι Arborio και Carnaroli. Είναι έτσι η φτιαξιά τους, ώστε να απορροφούν όλα τα υγρά που θα πέσουν στην κατσαρόλα, να φουσκώνουν και να χυλώνουν.
Το μυστικό λένε οι ιταλιάνοι ειδικοί, είναι να ζεστάνεις καλά το λάδι, να ρίξεις μέσα το ρύζι και να ανακατεύεις σα δαιμονισμένος προκειμένου τα σπυριά να χρυσίσουν αλλά να μην κολλήσουν στον πάτο.
Το δεύτερο συγκλονιστικό, πλην ζουμερό μυστικό του ριζότο, είναι να σβήσεις την ως άνω προαναφερθείσα φωτιά και κάψα του ρυζιού με κρασί. Ρίχνεις μπόλικο κρασί, ώστε να «πίνει» το ρυζάκι και να αρχίσουν να ενεργοποιούνται οι απλωτικές ιδιότητες αυτών των ποικιλιών. Μόλις το ρύζι πιει όλο το κρασί, θα πρέπει να ρίξεις μέσα ζεστό νερό… αλλά, κάπου εδώ τελειώνουν και οι βασικές οδηγίες προς μαγειρεύοντες ριζότο, από δω είσαι μόνος σου και ό,τι έχεις έμπνευση κάνεις.
Τα λαδερά δε μου πολυαρέσουν, επομένως την περίοδο της νηστείας δοκίμασα να φτιάξω ένα ριζότο λαχανικών, που είναι και αθώο και γευστικό. Όχι όμως τα έτοιμα κατεψυγμένα, γιατί απλούστατα αυτά είναι πιλάφι με λαχανικά, όχι ριζότο.
Η μόνη ένσταση για το παραπάνω εγχείρημα είναι ότι το ριζότο συνοδεύεται με τυρί τριμμένο, εδώ όμως έκανα μια εξαίρεση, παρόλαυτα χωρίς καμία παραχώρηση στη γεύση (ελπίζω).
Εκεί που έχει κάψει καλά το λάδι, έριξα ένα μεγαλούτσικο κρεμμύδι ψιλοκομμένο, λίγο καλαμπόκι (που δε μ’αρέσει ιδιαίτερα, αλλά είναι χορταστικό), μανιτάρια κομμένα σε μικρές φέτες και φυσικά το ρύζι. Μόλις το τελευταίο χρυσίσει, το πνίγω στο λευκό κρασί και μέχρι να το απορροφήσει, βράζω λίγο νερό με μισό κύβο λαχανικών. Αφού εξαφανισθεί το κρασί, ρίχνω το νερό στο ριζότο, να το σκεπάσει και λίγο παραπάνω, και αν χρειαστεί ξαναπροσθέτω. Πετάω μέσα και λίγα μπουκετάκια μπρόκολο (μου κάνει πολύ haute cuisine) και όταν το νερό απορροφηθεί, είμαι έτοιμη για φαγητό (το ριζότο τρώγεται θεόζεστο).
Σερβίρω οπωσδήποτε με πιπέρι, οπωσδήποτε φρεσκοτριμμένο.
Το μυστικό λένε οι ιταλιάνοι ειδικοί, είναι να ζεστάνεις καλά το λάδι, να ρίξεις μέσα το ρύζι και να ανακατεύεις σα δαιμονισμένος προκειμένου τα σπυριά να χρυσίσουν αλλά να μην κολλήσουν στον πάτο.
Το δεύτερο συγκλονιστικό, πλην ζουμερό μυστικό του ριζότο, είναι να σβήσεις την ως άνω προαναφερθείσα φωτιά και κάψα του ρυζιού με κρασί. Ρίχνεις μπόλικο κρασί, ώστε να «πίνει» το ρυζάκι και να αρχίσουν να ενεργοποιούνται οι απλωτικές ιδιότητες αυτών των ποικιλιών. Μόλις το ρύζι πιει όλο το κρασί, θα πρέπει να ρίξεις μέσα ζεστό νερό… αλλά, κάπου εδώ τελειώνουν και οι βασικές οδηγίες προς μαγειρεύοντες ριζότο, από δω είσαι μόνος σου και ό,τι έχεις έμπνευση κάνεις.
Τα λαδερά δε μου πολυαρέσουν, επομένως την περίοδο της νηστείας δοκίμασα να φτιάξω ένα ριζότο λαχανικών, που είναι και αθώο και γευστικό. Όχι όμως τα έτοιμα κατεψυγμένα, γιατί απλούστατα αυτά είναι πιλάφι με λαχανικά, όχι ριζότο.
Η μόνη ένσταση για το παραπάνω εγχείρημα είναι ότι το ριζότο συνοδεύεται με τυρί τριμμένο, εδώ όμως έκανα μια εξαίρεση, παρόλαυτα χωρίς καμία παραχώρηση στη γεύση (ελπίζω).
Εκεί που έχει κάψει καλά το λάδι, έριξα ένα μεγαλούτσικο κρεμμύδι ψιλοκομμένο, λίγο καλαμπόκι (που δε μ’αρέσει ιδιαίτερα, αλλά είναι χορταστικό), μανιτάρια κομμένα σε μικρές φέτες και φυσικά το ρύζι. Μόλις το τελευταίο χρυσίσει, το πνίγω στο λευκό κρασί και μέχρι να το απορροφήσει, βράζω λίγο νερό με μισό κύβο λαχανικών. Αφού εξαφανισθεί το κρασί, ρίχνω το νερό στο ριζότο, να το σκεπάσει και λίγο παραπάνω, και αν χρειαστεί ξαναπροσθέτω. Πετάω μέσα και λίγα μπουκετάκια μπρόκολο (μου κάνει πολύ haute cuisine) και όταν το νερό απορροφηθεί, είμαι έτοιμη για φαγητό (το ριζότο τρώγεται θεόζεστο).
Σερβίρω οπωσδήποτε με πιπέρι, οπωσδήποτε φρεσκοτριμμένο.