Τρίτη 26 Αυγούστου 2008

Gateway Arch


Gateway Arch
St. Louis, Missouri
Architect: Eero Saarinen
Ύψος: 192 μέτρα
Πλάτος: 192 μέτρα


Η αψίδα του St. Louis – επιστημονικά: “the ideal inverted catenary curve”, χαζολογικά: η μία κούρμπα από το Μ των Μακντόναλντς – σχεδιάστηκε το 1947 από τον Φινλανδό αρχιτέκτονα Eero Saarinen και η κατασκευή του πραγματοποιήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 60 από ενισχυμένο σκυρόδεμα (στη βάση), επικαλυμμένο με ανοξείδωτο ατσάλι.


Έχτιζαν λέει και τα δύο πόδια της αψίδας ταυτόχρονα, αλλά όταν έφτασε η στιγμή να τα ενώσουν, το ένα είχε διασταλεί από τη ζέστη και έτσι εμποδιζόταν η ακριβής εφαρμογή του με το άλλο. Τότε, η πυροσβεστική του Σαιντ Λούις επενέβη, ραντίζοντας με κρύο νερό το ανυπάκουο πόδι, μέχρι αυτό να συσταλεί πίσω στα μέτρα του και να ενωθεί με το άλλο, ώστε να σχηματίσουν μαζί την αψίδα.


Άλλα επεισοδιακά που αφορούν το Gateway Arch: το 1980 ένας αμερικανός προσπάθησε να προσγειωθεί με αερόστατο ακριβώς πάνω στην καμάρα και μετά να πηδήξει κάτω στη γη – “ instead, he slid all the way down one leg to his death”.
Το 1984 ένας άλλος αμερικανός προσπάθησε να σκαρφαλώσει στην κορυφή του κτηρίου χρησιμοποιώντας ειδικές βεντούζες – σταμάτησε στα 6 μέτρα από το έδαφος, και δεν το ξαναπροσπάθησε.
Το 1987 το Gateway Arch ανακηρύχθηκε εθνικό ιστορικό μνημείο των ΗΠΑ.


Το εσωτερικό της αψίδας είναι κούφιο και ένα ιδιότυπο τραμ-μεταφορέας (διότι πώς να βάλεις νορμάλ ασανσέρ σε τέτοιου σχήματος κτίσμα; ή να ανέβεις με τα πόδια πάνω από 1000 σκαλιά;) σου επιτρέπει την πρόσβαση μέχρι την κορυφή-παρατηρητήριο, όπου άνετα μπορείς να ζαλιστείς από τη θέα προς τον ποταμό Μισσισσιπή και πέρα, ίσως και από τη στενότητα των τοιχωμάτων…
Το 2007, πρόβλημα στην παροχή ρεύματος προκάλεσε προσωρινό εγκλωβισμό των επισκεπτών μέσα στο τραμ.





Στην κατασκευαστική φιλοσοφία της Αψίδας υπεισέρχεται ένα κατεβατό από μαθηματικά. Το ενδιαφέρον είναι, ότι όλοι αυτοί οι υπολογισμοί για μια τόσο περίτεχνη όσο και απλούστατη κατασκευή, έγιναν σε μια εποχή όπου δεν υπήρχε η υποστήριξη των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Αλλά, τι να πει και ο Γκαουντί…



Οι περισσότερες φωτό και πληροφορίες προήλθαν από εδώ, εδώ και εδώ.

despite all my rage, i am still just a rat in a cage

Άει στο καλό, ζηλεύω.
Ζηλεύω μερικούς ανθρώπους που τα έχουν όλα στη ζωή και δεν χρειάστηκε να προσπαθήσουν ποτέ για τίποτα. Εντάξει, δεν ήταν και ηλίθιοι, ούτε ακαμάτηδες.
Αλλά σίγουρα βρέθηκαν στο σωστό μέρος, την κατάλληλη στιγμή και είχαν γύρω τους τα κατάλληλα πρόσωπα. Ορισμένα τηλέφωνα έγιναν, κάποια κουμπιά πατήθηκαν, σταγόνες ιδρώτα ούτε που χύθηκαν και όλα μπήκαν στην θέση τους σαν να ήταν πάντα έτσι γραφτό να γίνει.
Ζηλεύω αυτή την ευκολία, ζηλεύω, το ομολογώ.
Αλλά ταυτόχρονα εκνευρίζομαι γιατί, ναι μεν αυτοί τι φταίνε αν τους ήρθαν όλα εύκολα, ήταν απλά τυχεροί, εκνευρίζομαι όμως που τα θεωρούν όλα έτσι δεδομένα.
Δεδομένη η ευκολία για όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους, επειδή συνέβη με αυτόν τον τρόπο σε αυτούς. Δεν διανοούνται ότι η ιστορία κάποιων άλλων μπορεί να εκτυλίσσεται διαφορετικά, κάπως δυσκολότερα, έξω από την προστατευτική φούσκα.
Δεν βρίσκουν λίγο χρόνο από την εξουθενωτική ευτυχία τους, την εγωιστική μακαριότητά τους να κοιτάξουν και να δουν τι πραγματικά συμβαίνει έξω από εκείνους.
Δεν χρειάζεται να χαλάσουν τη σειρά τους, την άκαμπτη δραστηριότητά τους και να επέμβουν.
Απλά, να μπουν στα παπούτσια του άλλου και να κατανοήσουν για μία φορά τη θέση του - αυτό αρκεί.

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2008

flat shoes make me feel blu...


Don’t pretend you’re not hungry, I’ve seen it before


Η είδηση της ημέρας (χτες) για μένα δεν ήταν ούτε η έναρξη της περιοδείας της Μαντόνα, ούτε η λήξη των Ολυμπιακών αγώνων, αλλά η ασύλληπτη δωρεά ενός απλού (;) ανθρώπου προς το Ασκληπιείο Βούλας.
Άκουσα την είδηση από την τηλεόραση ενώ έκανα δουλειές στο σπίτι, δεν πρόλαβα να συγκρατήσω λεπτομέρειες και δεν μπορώ να βρω κάτι σχετικό στο ίντερνετ… Με δυο λόγια όμως άκουσα το εξής, ότι ένας άνθρωπος, έλληνας, ηλικιωμένος, είχε πουλήσει το σπίτι του προκειμένου να εξασφαλίσει χρήματα για τη θεραπεία της κόρης του που έπασχε από καρκίνο. Η κόρη όμως τελικά πέθανε και εκείνος αποφάσισε με τα υπόλοιπα χρήματα, 60.000 ευρώ αν δεν κάνω λάθος, να αγοράσει ένα ιατρικό μηχάνημα (για ψηφιακές ακτινογραφίες ή κάτι τέτοιο) και να το κάνει δωρεά στο προαναφερθέν νοσοκομείο.
Του πήραν μια συνέντευξη για την παρουσίαση της είδησης αυτής, και αυτός πολύ απλά σχολίασε «τι να τα κάνω τα χρήματα σε αυτή την ηλικία; Έχω μια σύνταξη 700 ευρώ, με φτάνει. Θυμάμαι την ταλαιπωρία του κόσμου για να κάνει εξετάσεις, και ότι το νοσοκομείο χρειαζόταν αυτό το μηχάνημα». Τόσο απλά, τόσο συγκλονιστικά.
Όπως αντίστοιχα οι πράξεις και τα λόγια του πατέρα του νεαρού Αυστραλού, που σκοτώθηκε στη Μύκονο. Ή μπορεί απλά να έχω επηρεαστεί από το άσχημο σε προσωπικό επίπεδο, νοσοκομειακό κλίμα, ενός παράξενου τετραήμερου.
Έλεγα όμως για Ολυμπιακούς: δεν αντέχω να μην το γράψω, ήταν τόσο κιτς, τόσο τσίρκο οι τελετές των Κινέζων! Έλεος πια με τα λαμπάκια και την πλαστικούρα! Μ’αρέσει που είχα και μια επιφύλαξη μπας και ο Γιμού έβγαινε καλύτερος από τον Παπαϊωάννου…
Φυσικά, θα αναφέρω και το σκληρότερα εργαζόμενο κορίτσι στον κόσμο. Εντάξει, σκληρότερα εργαζόμενη γυναίκα. Μετράω τις μέρες ανάποδα, χάνω άλλες ημερομηνίες σημαντικές, επομένως, περιμένω πώς και πώς τις συναυλίες της Μαντόνα. Ανυπομονώ να ακούσω λάιβ το Heartbeat (for me it’s an escape /for dancing makes you beautiful) και να δω ζωντανά όλες τις μαντονιές που κάνει στη σκηνή!
Και θα ήθελα να είχα δει τη Μήδεια που ξεσήκωσε τόσο γιουχάισμα. Χμ…
Προς το παρόν και κατά τ’άλλα, περπατάω Κυριακή απόγευμα στους έρημους από κόσμο εμπορικούς δρόμους, χαζεύω βιτρίνες. Ανοίγει μπουτίκ στην Αθήνα ο Manolo… Και οι δερμάτινες, μαλακές τσαντούλες της Bottega Veneta κάθονται κομψές στα ραφάκια τους, ενώ εγώ τις τρώω με τα μάτια μου.
Δεν έχει μείνει δεκάρα τσακιστή μετά τις διακοπές, αλλά το lèche -vitrine δε χρέωσε ποτέ κανένα…

Τρίτη 19 Αυγούστου 2008

Елена Исинбаева



When I'm flying so high


(Flying so high)


Like a bird in the sky


But you're drug-ing me down...







Δευτέρα 18 Αυγούστου 2008

Θεός ο Christian Bale


Ο Aaron Eckhart ημίθεος. Ο Gary Oldman, κλασική αξία.

Κρίμα που χάθηκε το παιδί, αλλά ο Ledger ήταν πολύ επιφανειακός ως Τζόκερ.

Ο νέος Μπάτμαν, ο σκοτεινός ιππότης, μάπα, βαρετή ταινία, φτάνει πια, φέρτε κανέναν καινούριο, στοπ.

Θα σου πω ακριβώς τι έκανα αυτό το καλοκαίρι

Για αρχή, ξαναπήγα διακοπές σε νησί, που είχα να πάω από το 2004 (στους προηγούμενους Ολυμπιακούς).
Καθώς δεν είμαι και πολύ της παραλίας έτσι κι αλλιώς, είχα καιρό να εντρυφήσω στο να τσεκάρω παρουσίες στην άμμο και να ακούω αυτά που έλεγαν οι λουόμενοι μεταξύ τους. Ή στα κινητά τους. Δεν φταίω εγώ αν οι άλλοι φωνάζουν όταν μιλάνε…


Ας πούμε, σε μια παραλία της Πάτμου, είδα όλες τις ηλικίες και τις κατηγορίες ανθρώπων. Από παιδιά με τα κουβαδάκια τους, μέχρι και το εξής ζευγάρι: εκείνος σφίχτης, ξανθός, με ροζ μαγιό, εκείνη bimbo, ξανθιά με μαύρο μαγιό. Με συνεπήρε η επισταμένη συζήτησή τους για υγιεινή διατροφή και αμπούλες βιταμινών. Επίσης, η δίψα τους για αλύπητο μαύρισμα, 3 ώρες κάτω από τον ανελέητο ήλιο, χωρίς ίχνος σκιάς. Και δίπλα, ψυγειάκι με νερά και πράσινα μήλα.
Παραδίπλα, κάθεται ένας πατέρας, στη σκιά ενός πεύκου - προτιμά να ψήνει μόνο τον εγκέφαλό του, καθώς μιλάει ακατάπαυστα στο κινητό, κανονίζοντας επαγγελματικές λεπτομέρειες. Παρακάτω, στον ανελέητο ήλιο εννοείται, η κόρη χυμένη μπρούμυτα στην άμμο, με τη μάνα να την κάνει λαδοπόντικα από το τρίψιμο με αντηλιακό σπρέι.
Αργά το μεσημέρι, στον Κάτω Κάμπο, που έχει δίχτυ για βόλεϊ, μαζεύονται 4 αγοράκια-μαρίδες, να παίξουν. Ένας, ο μεγαλύτερος από ό,τι φαίνεται, υπολογίζει τη δύναμη των ομάδων: «Εσύ πόσο είσαι; 9 και 9, 18, εμείς 11 και 7, 18, καλά είμαστε, εντάξει.»
Στα Άλιντα της Λέρου, συχνάζουν οι γουίντσέρφερς και γενικά όσοι ασχολούνται με παρόμοιες δραστηριότητες. Ο αέρας είναι τόσο δυνατός που θαρρείς θα τους στείλει κατευθείαν απέναντι, στην Τουρκία. Ένας, είναι εξαιρετικός δεξιοτέχνης, δεν πέφτει σχεδόν ποτέ, τον χαζεύω που κρατάει το πανί λες και είναι μικρός χαρταετός, άνετα, χωρίς να προσπαθεί καν.


Εικόνες ξεγνοιασιάς.
Λέω να σταματήσω την τεμπελιά και να διαβάσω λίγο επιτέλους.
Κοιτάω το βιβλίο και αυτό με κοιτάζει πίσω: ποιόν κοροϊδεύω; Δεν έχω όρεξη να διαβάσω, προτιμώ να ρεμβάσω.
Τελικά αρχίζω, μιάμιση μέρα διακοπών μετά.
Αποφασίζω, κάποιες σελίδες αργότερα, ότι μόλις τελειώσω αυτόν τον Μουρακάμι, δεν θα ξαναδιαβάσω άλλον, για πολύ καιρό. Στη συνέχεια πέφτω με τα μούτρα στο «Νησί», της Χίσλοπ.
Ήθελα εύκολο διάβασμα το καλοκαίρι, ναι; Φάε τώρα τη μπούρδα στη μάπα. Αλλά οκ, έμαθα ότι οι Κρητικοί, αν τους ζητήσεις ένα ποτήρι νερό, το σερβίρουν με μια φέτα λεμόνι μέσα. Χο! Το πιο ενδιαφέρον βιβλίο του καλοκαιριού πάντως, ήταν το «Ημερολόγιο μιας κακής χρονιάς». Είχα και γω αυτή την ιδέα κάποτε, να γράφω 3 διαφορετικά πράγματα παράλληλα. Αλλά με πρόλαβε ο Coetzee. Διπλό Χο!
Ωστόσο, μου άνοιξε η όρεξη για γράψιμο (προφανώς). Κι έχω μόνο ένα μικρό τετράγωνο σημειωματάριο μαζί μου. I scribble. Όσο πιο έντονα σκάνε τα κύματα δίπλα στο αυτί μου, τόσο πιο γρήγορα πάει το χέρι μου. Δεν μου αρέσει να γράφω με το χέρι, γιατί να μην έχω και γω ένα μίνι λαπτοπάκι; Γράφω, και ταυτόχρονα τσεκάρω για κανένα ωραίο βότσαλο στην παραλία της Λάμπης, στην Πάτμο.




Το άλλο που μου είχε λείψει από το καλοκαίρι, είναι το «νοικοκυριό του ενοικιασμένου δωματίου». Εντάξει, σιχαίνομαι να μαγειρεύω (και) στις διακοπές, πόσο μάλλον να πλένω πιάτα, αλλά όταν έχεις μπαλκόνι με ανυπέρβλητη θέα στο γαλάζιο, είναι αμαρτία να μη φτιάχνεις όποτε, και όπως θες, τον καφέ σου και να τον αργοπίνεις, ρεμβάζοντας (άντε, και διαβάζοντας) ασταμάτητα. Και να αλληλοταϊζεσαι δροσερά φρουτάκια από το ψυγείο.
Και έξω, να είναι τόσο ήσυχα που να ακούς ακόμα και το θρόισμα των φτερών από τα πουλιά που πετούν. Κάποια βράδια δε, να μην διανοείσαι καν να αφήσεις το σπιτικό σου στο νησί για να βγεις έξω για φαϊ/ποτό...

Ουφ, καλοκαίρι.



Δεν ήταν όλα ήρεμα βέβαια, υπήρξαν και αναποδιές. Όχι, δεν εννοώ τον χωρικό που αποφάσισε να οργώσει το χωράφι στην πλαγιά ακριβώς κάτω από το δωμάτιο μου, με το μηχανοκίνητο υνί.
Τι να κάνω, ξυπνάω, φτιάχνω καφέ και τον παρακολουθώ πώς αργά και μεθοδικά, υπομονετικά, με σχέδιο, οργώνει το χωράφι του. Μέχρι που ετοιμάστηκα για παραλία και αυτός ακόμα εκεί. Όταν τελειώσει, μαζεύει τα υπάρχοντά του, σκαρφαλώνει στο ύψος του δρόμου, τινάζει τα πόδια του πατώντας με μανία την άσφαλτο αφήνοντας λευκά συννεφάκια σκόνης, λες και τον είχαν ζώσει φίδια και ήθελε να τα αποτινάξει, και καβαλάει τη φρέζα του. Επιτέλους ησυχία.

Ναι, αλλά αναποδιά εννοούσα να μπουν τα κλειδιά του αυτοκινήτου στο νερό, μαζί με σένα. Και να μπλοκάρει το κουμπί του συναγερμού, να παίρνει μεν μπρος η μηχανή, αλλά το ίου-ίου-ίου να μην σταματάει με τίποτα, κι εσύ να βρεθείς να οδηγείς τελικά το κουδουνιστό αμάξι - στο ιερό (και ήσυχο) νησί της Αποκάλυψης… Τι προσπάθειες στεγνώματος του κλειδιού, τι κατσαβίδια και μπαμπάκια, τίποτα. Πάντα να έχεις μαζί ένα δεύτερο ζευγάρι κλειδιά μαζί, είναι τόσο απλό!
Ένα έχω να πω όμως, ούτε μισός έλληνας δεν κοντοστάθηκε να προσφέρει βοήθεια, μόνο κάτι γερμανοί σταμάτησαν, με πολύ ενδιαφέρον να κάνουν ό,τι μπορούν οι άνθρωποι. Τη λύση την έδωσε τελικά η Τογιότα, όχι επειδή έχω τέτοιο αμάξι, αλλά το customer service της λύνει και δένει! Καθότι, σε αυτή την περίπτωση, Ελπα, was not help-α.
Μ’αρέσει που κορόιδευα τον κλασικό ελληνάρα στον Πειραιά, που περιμένοντας να μπει στο πλοίο, καθόταν ατάραχος στο αυτοκίνητο με την πόρτα τέντα ανοιχτή - περνάει δίπλα ο άλλος με το φουσκωτό δεμένο από πίσω, την πήρε την πόρτα και την «άνοιξε» τέρμα, ώσπου ακούμπησε το φανάρι μπροστά…

Η σοβαρή αναποδιά πάντως είναι το σύστημα υγείας στα νησιά.
Εξαιρέσεις θα υπάρχουν φαντάζομαι, αλλά αν αρρωστήσεις ή πάθεις κάτι εκεί, καλύτερα να σκάψεις τον λάκκο σου και να περιμένεις το τέλος, παρά να ψάξεις να γιατρευτείς. Ας το περιγράψω λίγο ως ευτράπελο όμως: σκοντάφτεις σε βράχο, γυρίζει το πόδι, έρχεται και πρήζεται, πονάς αρκετά, πιστεύεις ότι το έσπασες.
Το ίδιο πιστεύει και ο αγροτικός ιατρός, ο οποίος σου βγάζει μεν την ακτινογραφία, αλλά δεν ξέρει να τη διαβάσει. Και δεν έχει ορθοπεδικό το νησί καρδιά μου… Πάρε το πλοίο και τράβα στο διπλανό νησί, που έχει κανονικό νοσοκομείο.
Να’μαστε και στο νοσοκομείο, ο ένας γιατρός θέλει να βάλει γύψο μέχρι το γοφό, ο άλλος πάλι όχι. Αποφασίζουν να σου τυλίξουν το πόδι με έναν επίδεσμο, και ευτυχώς που ήταν τελικά θλάση μαλακών μορίων του μεταταρσίου, και μπορείς τουλάχιστον να απολαύσεις τα μπάνια στις διακοπές σου. Τυχερέ. Υπάρχει βέβαια ελικόπτερο, που έρχεται και παίρνει τα σοβαρά και τα πηγαίνει στην Αθήνα. Σοβαρά όμως δεν εννοούμε τα κατάγματα, κι ας είναι όντως κατάγματα...
Τελοσπάντων, η καλύτερη ιδέα σε πολλά ελληνικά νησιά είναι τα δημοτικά πάρκινγκ. Είναι τόσο καλή ιδέα που απορώ για το γεγονός ότι όντως εφαρμόζεται.

Τώρα, κάπου μπαίνω στον πειρασμό να συγκρίνω τα δυο νησιά που επισκέφθηκα φέτος, Πάτμο και Λέρο, αλλά πορτοκάλια με μήλα δεν συγκρίνονται, είναι άλλο πράγμα.
Αν θέλεις γραφικότητα τύπου κυκλάδων, ρομαντζάδα με τον/την καλό/ή σου και κάποιες νύξεις κοσμικότητας, βάλε πλώρη για Πάτμο (που παρεμπιπτόντως, δε μου φάνηκε καθόλου κοσμική, και το λέω για καλό αυτό). Αν δεν ικανοποιείσαι με τα εύκολα και θέλεις διαφορετικά πράγματα, τράβα στη Λέρο. Ή δοκίμασε λίγο κι από τα δύο, όπως έκανα εγώ, χα.
Εντάξει, η Πάτμος είναι για καρτ-ποστάλ, λίγα είναι τα άσχημα μέρη, δεν μπορείς να μην την αγαπήσεις. Ειδικά τη Χώρα, με αυτό το συνδυασμό κυκλαδίτικο-δωδεκανησιακο-ενετικής αρχιτεκτονικής και από πάνω το μοναστήρι του Θεολόγου να δεσπόζει - κάστρο περισσότερο, παρά «εκκλησία»…




Στο μουσείο του μοναστηριού υπάρχει πίνακας του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, αλλά και μια εικόνα της Παναγίας, πίνακας ιταλικής τεχνοτροπίας, δεν θυμάμαι τώρα περισσότερα, αλλά είναι πολύ ιδιαίτερη. Εντωμεταξύ, το μουσείο έκλεινε στη μία και μισή, αλλά από τη 1.15, ένας υπάλληλος πήρε το άζαξ και ένα πανί και άρχιζε να «κάνει» όλες τις προθήκες, αδιαφορώντας για τους επισκέπτες. 1.30 ήταν όλα γυαλισμένα και κλειδωμένα και τα φώτα σβηστά…
Καθώς φεύγουμε, παρατηρούμε γνωστή φωτογράφο, μαζί με φωτομοντέλο και βοηθό, να συζητά με εκπρόσωπο της Μονής, για κάποιο σούτινγκ, προφανώς. Τα επουράνια σε διαπραγμάτευση με τα εγκόσμια.
Στο Σπήλαιο δεν συγκινήθηκα τόσο, ίσως επειδή είχε περίεργο κόσμο εκείνη τη στιγμή, άνθρωποι που ακουμπούσαν τον βράχο, τον αγκάλιαζαν, τον φιλούσαν, με ιδιαίτερη ζέση, πρέπει να πω. Είναι κάποιες μέρες που τα πούλμαν στέκονται σερί έξω από την Αποκάλυψη, περιμένοντας να παραλάβουν τον κόσμο που είναι μέσα και προσκυνά.
Διάφορα εν τάχει: οι Πατηνιώτες είναι πολύ ευγενικοί, στα ραδιόφωνα ακούγονταν τούρκικοι σταθμοί και αρκετή εκκλησία. Υπάρχουν αμέτρητες κεραίες κινητής τηλεφωνίας, πολλοί ιερείς/μοναχοί στο τιμόνι αυτοκινήτου (λογικό, με τόσα μοναστήρια), λίγες καμπάνες ακούγονται αναλογικά με τα μοναστήρια που έχει η Πάτμος, ο δρόμος από τη Σκάλα προς τη Χώρα έχει πολλά ψηλά δέντρα, ωραία φύση, πράσινο που δίνει ανάσα στη ξεραΐλα του Αιγαίου. Η Ουκρανή που μας νοίκιαζε το δωμάτιο (και το καθάριζε, χωρίς ντροπή, όπως υπογράμμιζε), μας εξηγεί ότι υπάρχουν καλές και κακές Ουκρανές, ότι ήρθε πριν 10 χρόνια στην Ελλάδα και δεν βρήκε ρατσισμό (;), ότι λατρεύει το νησί και δεν αντέχει την Αθήνα…

Μερικές παραλίες ήταν εντελώς απογοητευτικές. Μερικές είχαν κινηματογραφικά ονόματα και αντίστοιχη ατμόσφαιρα, βοηθούντος του καιρού.
Περνάμε από τις Λεύκες. Φυσάει και είναι τόσο ερημικά που μου θυμίζει την παραλία του Φονιά στη Σαμοθράκη, πέτρα, ερημιά, αγριάδα, το όνομα να σε ανατριχιάζει από μόνο του. Αντίστοιχα, το όνομα της παραλίας του Λιβαδιού των Καλογήρων, πόσο τρομακτικό ακούγεται ένα λιβάδι από καλόγερους;
Και η ιδέα του να πάθει κάτι το αυτοκίνητο, καθώς κατεβαίνεις το στενό δρομάκι από το βουνό προς τη θάλασσα, μπρρ…Τα παραλέω ίσως, ίσως οι πέτρες να μην είναι τόσο επιβλητικές και αγριωπές όταν δεν φυσάει, ή απλά μπορεί να είναι μόνο σε μένα.
Όμως, έτσι όπως έσκαγαν τα κύματα στην παραλία και αποκάλυπταν τον (απότομο) βυθό, έβλεπες πέτρες στο σχήμα και το μέγεθος καρπουζιού να ξεπροβάλουν από μέσα, μαζί με φύκια. Ουφ... Ευχαριστώ, προτίμησα να σκαρφαλώσω στα άλλα βράχια, της στεριάς, με κίνδυνο να τρυπήσω τις σαγιονάρες μου και να γδάρω τα γονατάκια μου, για να αγναντέψω από ψηλά το σκηνικό του Λιβαδιού. Μετά, περπάτημα, ξυπόλητη πάνω στα μεγάλα βότσαλα της παραλίας, εκεί που σκάει η θάλασσα, αλλά και εκεί που έχει τριφτεί κι έχει γίνει λεπτό πετραδάκι. Το πόδι βουλιάζει μέχρι τον αστράγαλο και ξαναβγαίνει εκτός, σαν μασάζ και ξύσιμο της πατούσας μαζί. Τρέκλισμα στα μεγάλα βότσαλα, κουράστηκα, πόνεσαν οι καμάρες, μάζεψα 2-3 ωραίες πετρούλες και ξαναφόρεσα τις σαγιονάρες. Είχα την αίσθηση του βότσαλου στο μουδιασμένο πέλμα για κάποιες ώρες μετά…
Τα νερά στην Πάτμο ήταν όχι απλά παγωμένα, κατάπαγωμένα. Κα-τά-ψυ-ξη.

Η Λέρος τώρα…
Το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό είναι τα φασιστικά κτήρια στο Λακκί. Μισό λεπτό να εξηγήσω.
Οι Ιταλοί κατέχουν τα Δωδεκάνησα την περίοδο του μεσοπολέμου, του Μουσολίνι του αρέσει η Λέρος, το Λακκί είναι το μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι της ΝΑ Μεσογείου με τόσο βαθιά νερά, αναθέτει λοιπόν στους κατάλληλους ανθρώπους τη διαμόρφωση και ρυμοτομία της πόλης, και έχουμε ως αποτέλεσμα ένα σύνολο κτηρίων στο ρυθμό του Διεθνούς Στυλ, με θαυμάσια παράταξη γύρω από την τεράστια παραθαλάσσια προμενάδα. Η καρδιά του νησιού (και του πολέμου) χτυπάει σε ένα, αν μη τι άλλο, όμορφο τοπίο…







Τώρα βέβαια όλα αυτά εγκαταλείφτηκαν και στέκονται ρημαγμένα και έρημα, ατενίζοντας τη θάλασσα. Προσπαθούν να τα ανακαινίσουν, κάπως να τα χρησιμοποιήσουν, πολύ φοβάμαι ότι μάλλον θα τα καταστρέψουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Και θα είναι τόσο κρίμα. Το Λακκί της Λέρου θα μπορούσε να γίνει πρώτης τάξεως - για διεθνούς εμβέλειας μιλάμε - μαρίνα, με πρωτοκλασάτο τουρισμό, πρωτότυπα μουσεία, χώρους αναψυχής και μπλα μπλα μπλα. Κουράζομαι όταν σκέφτομαι τι θα μπορούσε να γίνει στην Ελλάδα και τι πραγματικά γίνεται στο τέλος (τίποτα).
Κυρίως, θα ήταν ένα πολύ ωραίο μέρος να σε υποδεχτεί, με το που φτάνεις στο νησί αλλά και ένα καταπληκτικό μέρος να μείνεις, να κάνεις τις βόλτες σου, να φας και όλα αυτά. Αξίζουν μια δεύτερη ματιά αυτά τα ερείπια που τα καίει ο ήλιος και ξεφλουδίζει την ωραία τους ώχρα… Γιατί αυτά να μην έχουν ανακηρυχθεί κάποιου είδους μνημεία, να τα προσέξει και να τα αναλάβει κάποιος διεθνής οργανισμός να αναδειχτούν κάπως;;

Προχωρώντας πιο μέσα, βλέπεις παραλιακά μέρη τύπου Λούτσα, Ωρωπός, τίποτα το ιδιαίτερο δηλαδή, όλη η Ελλάδα μια πηγμένη παραλία, ένα στενό δρομάκι με μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα κι από πάνω ταβέρνες, καφετέριες και σούπερ μάρκετ.
Όμως υπάρχουν και ωραία μέρη, μερικά είναι και πολύ συγκινητικά μάλιστα.
Πολύ ωραία είναι τα δωδεκανησιακά αρχοντικά στον Πλάτανο, τα στενά ανηφορικά δρομάκια που οδηγούν στο ενετικό κάστρο - το κάστρο, που είναι κατάφωτο το βράδυ.
Πανέμορφο και το εκκλησάκι του Άγιου Ισίδωρου που είναι σαν το Ποντικονήσι στην Κέρκυρα, λίγο πιο μικρό: μια μακριά και λεπτή, φιδίσια γλώσσα προκυμαίας, που όταν φυσάει την καλύπτουν τα κύματα και χάνεις την ισορροπία σου από τον αέρα, σε οδηγεί από τη στεριά μέσα στη θάλασσα, όπου πάνω στα ερείπια μια παλαιοχριστιανικής εκκλησίας είναι χτισμένος ο εν λόγω ναΐσκος. Και γύρω-γύρω στα βράχια, μέσα από τα κρυστάλλινα νερά, βλέπεις ολόκληρες ομάδες από αχινούς, ξεχωρίζουν ακόμα και οι ακτίνες τους όταν δεν φυσάει, μαύρες μουτζούρες πάνω στα ανοιχτόχρωμα βράχια.
Συγκίνηση, ίσως και κατάνυξη ένιωσα στο πολεμικό μουσείο της Λέρου, που δεν είναι σαν κανένα άλλο (στον κόσμο;!).

Δεν είναι ένα συνηθισμένο οίκημα, είναι ένα τούνελ σκαμμένο στο βουνό, προχωράς μέσα και έχει ψύχρα, προχωράς και σκέφτεσαι όσα έχουν συμβεί σ’αυτό το νησί, ο πόλεμος, οι βομβαρδισμοί, η βύθιση του ελληνικού πλοίου, η γερμανική κατοχή – όλα μοιάζουν τόσο πρόσφατα, καθώς κοιτάς τα χιλιοτρυπημένα από τις σφαίρες κράνη, τα θραύσματα αεροπλάνων που έχουν ανασυρθεί από τη θάλασσα, τα φορεία, τις στολές, τα σκεύη για το συσσίτιο.
Μέσα σε εκείνο τον μικρό, στενό χώρο νιώθεις στο πετσί σου την αγωνία και τον αγώνα εκείνων των ανθρώπων, θέλεις να βγεις να πάρεις αέρα, αλλά και κάτι σε κρατάει μέσα, για μια τελευταία δέηση.

Εντωμεταξύ, για να πας για μπάνιο στην άλλη πλευρά του νησιού, περνάς έξω από τη στρατιωτική βάση και βλέπεις ζωντανούς, σύγχρονους στρατιώτες και αληθινά όπλα και τανκς. Περίεργες εναλλαγές, περίεργο συναίσθημα.

Κάπως αντίστοιχη με του μουσείου είναι και η συγκίνηση στο αγγλικό νεκροταφείο. Εδώ βέβαια βρίσκεται ξεσκέπαστος, κάτω από τον ωραίο ήλιο, βλέπεις τη θάλασσα και τους σέρφερς απέναντι, έχεις πιει τον καφέ σου στο διπλανό μαγαζί και ξεκινάς να πατάς το καταπράσινο καλοκουρεμένο γρασίδι.
Οι νεκρικές πλάκες είναι όρθιες, ευθυγραμμισμένες στην κλωστή, με φυτεμένα, φροντισμένα λουλουδάκια μπροστά. Δεν πιστεύεις ότι συνέβη κάτι άσχημο εκεί το 1943, μέχρι που βλέπεις τις ηλικίες, «αγαπημένος γιος, ετών 19», και πάει λέγοντας…



Χαρούμενες διακοπές πέρασα, ε;
Ας μην αναφέρω τίποτα για το ψυχιατρείο τότε, αλλά θα πω για την εκκλησία της Αγίας Ματρώνας ή Κιουράς στο Παρθένι, όπου τις τοιχογραφίες τις έκαναν οι εξόριστοι της επταετίας στη Λέρο, χρησιμοποιώντας ως μοντέλα απλούς ανθρώπους. Πρόκειται για μοναδικό μνημείο, μια μαρτυρία πολιτισμού, μια κληρονομιάς που είναι εκεί για να υπενθυμίζει, εκεί όπου το εντελώς ανθρώπινα ζωγραφισμένο πρόσωπο του Χριστού και της Παναγίας σου προκαλεί μια διαφορετική κατάνυξη, καθώς συλλογίζεσαι τις συνθήκες μέσα στις οποίες αυτά δημιουργήθηκαν.
Οπωσδήποτε αξίζει κάποιος να επισκεφθεί και το λαογραφικό μουσείο, στον Πύργο Μπελένη, που είναι εκτός αρχιτεκτονικού τόπου και χρόνου οίκημα, αλλά δεν πειράζει, έχει μικρούς θησαυρούς μέσα και προσφέρεται για φωτογραφίες του στυλ «έχω ένα αρχοντικό με μεγάλη αυλή, θες να δεις;» στην εξώπορτά του.
Εκτός από τα φωτισμένα ξύλινα σκάφη και το ανεμοδαρμένο μπαράκι Φάρος, ακριβώς κάτω από το φάρο στο λιμάνι της Αγίας Μαρίνας, το άλλο πιο ευχάριστο πράγμα στη Λέρο είναι το πόσο ευγενικοί και φιλόξενοι είναι οι άνθρωποι!
Καθόμαστε για ένα απλό καφέ, αυτοί μας κέρνανε φρέσκια καρυδόπιτα. Αγοράζαμε τυρόπιτες, δώρο ένα σταφιδόψωμο, και άλλα τέτοια.
Το πιο cult πράγμα στη Λέρο ήταν που σε όλα σχεδόν τα παραλιακά μαγαζιά στα Άλιντα, υπήρχε ζωντανή μουσική – ένα όργανο τύπου αρμόνιο κι ένας τραγουδιστής της συμφοράς - καραόκε στη χειρότερή του μορφή.
Από παραλίες, δεν ξέρω ακριβώς να πω, τις γύρισα όλες, αλλά κάθισα σε λίγες, είμαι δύσκολη σε αυτό το θέμα. Τα νερά ήταν θαυμάσια, οι πέτρες και τα βότσαλα ωστόσο πολλά. Τα Δυο Λισκάρια μάλλον ήταν η ομορφότερη συνολικά, και με αυτό εννοώ τη διαδρομή, αλλά και το ωραίο μπιτσόμπαρο από πάνω. Και στο δρόμο προς το τούνελ μπορείς να βρεις ωραιότατους ορμίσκους, όπου θα είσαι και σχεδόν μόνος σου μάλιστα. Η Γούρνα μου άρεσε για την άπλα της και την περίεργη άμμο της (και επειδή πας, πας πας και δε βαθαίνει ποτέ).
Δεν περίμενα να το γράψω εγώ αυτό, αλλά είναι ωραία να γυρίζεις το νησί με αυτοκίνητο, και να χαμηλώνεις ταχύτητα στα σημεία που οι ευκάλυπτοι δημιουργούν ψηλές αλέες, δεξιά και αριστερά του δρόμου. Ωραίο πράγμα να έχει και πράσινο το νησί.

Πολλά πράγματα πρόλαβα και είδα στη Λέρο, τώρα που το σκέφτομαι, δεδομένου ότι έμενα σε ένα παλιό αρχοντικό, με μεγάλη αυλή-κήπο, στην οποία άραζα και διάβαζα και δεν είχα όρεξη να σηκωθώ για να βγω. Ψηλά δέντρα γύρω-γύρω, τα φυλλώματα τους να συναντιούνται και να θροΐζουν όταν φυσάει, τα πουλιά να τιτιβίζουν, φρεσκοστυμμένος χυμός στο ποτήρι, ειδυλλιακά πράγματα... Χάθηκε να έχω ένα τέτοιο σπίτι, να φιλοξενώ φίλους τα καλοκαίρια;
Και τα δυο νησιά πάντως έχουν ωραίο φαγητό. Και παρόμοια παραδοσιακή τυρόπιτα, και πουγκιά γεμισμένα με μέλι, κανέλα και ξηρούς καρπούς.
Όπως κάθε επισκέπτης της Πάτμου που σέβεται τον εαυτό του, θα αναφερθώ και γω στον Μπενέτο. Με εκνεύρισε που τον πρότειναν όλοι οι οδηγοί, και παντού τόσο καλά λόγια, και να πρέπει να κλείσεις τραπέζι 2 μέρες πριν… Και δεν βρίσκεται και σε κανένα όμορφο χώρο το εστιατόριο του, σιγά πια! Όμως η μαγειρική του, αχ…
Αν αποτιμήσουμε τη γεύση σε τιμές, ήταν από τα πιο άξια λεφτά που έχω δώσει ποτέ για φαί. Όχι απλησίαστα ακριβό ωστόσο, εξού και οι 2 αστεράτες γαστρονομικές επισκέψεις κατά την παραμονή στο νησί.
Εκεί δοκίμασα την πιο βελουτέ και εύγευστη ψαρόσουπα που έχω φάει ποτέ! Οι γεύσεις, λαχταριστές, πεντανόστιμες, οι συνδυασμοί ψαγμένοι, αλλά όχι εξεζητημένοι, τα δε αρώματα των φαγητών έφερναν τους σιελογόνους αδένες σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Ουφ, το μαγιάτικο στη λαδόκολλα θα’θελα να μάθω να το φτιάχνω και γώ… Και τα μεσογειακά ορεκτικά ήταν ωραία, τρομερό το καρπούζι με προσούτο, κατσικίσιο τυρί και παξιμαδάκια με μυζήθρα. Πόσο θα ήθελα να έχω τον κηπάκο με τα λαχανικά μπροστά, ναι, και ένα μικρό γκουρμέ εστιατόριο σε νησί! Δίπλα μου μιλάνε τούρκικα, παραδίπλα είναι γάλλοι, η γαλλίδα σερβιτόρα εκθέτει το μενού στη μητρική της γλώσσα. Chapeau!
Όμως, επειδή το γκουρμέ δεν έχει να κάνει απαραίτητα με ακριβές τροφές και βιοκαλλιέργειες, οφείλω να πω ότι το καλύτερο εστιατόριο της Πάτμου ήταν αυτό στην παραλία της Λάμπης… Φάτσα-κάρτα ο Αιγαίος Ωκεανός (τόσο μπλε και απέραντο μου φάνηκε εκείνο το κομμάτι θάλασσας), τραπεζάκια πάνω στα περίφημα βότσαλα, οι πιο ευγενικοί άνθρωποι, τα πιο φρέσκα ψάρια (σάρπα, we love u) με τον πιο ωραίο τρόπο ψημένα. Και χόρτα, πατάτες, μπύρες. Τι μισελέν και μαλακίες…
(Ας το πω κι αυτό, το μόνο που με χάλασε εκεί είναι το live cd Notis, αλλά με τόσο καλό και φρέσκο φαί για 40 ευρώ τα δύο άτομα, ακούω ακόμα και Γονίδη.)
Τι έπαθα με αυτή την παραλία της Λάμπης, δεν ξέρω.
Αφού δεν μπήκα κιόλας στη θάλασσα, φοβάμαι τις κροκάλες όταν συνδυάζονται με αέρα και κύματα. (Φοβάμαι υπερβολικά τη θάλασσα, προτιμώ να μην πολυμπαίνω μέσα.) Αλλά μ’αρέσει να κάθομαι έξω, εκ του ασφαλούς, να κατατρώγω με το βλέμμα μου τον ορίζοντα του ανοιχτού πελάγους, τη σχεδόν ευθεία γραμμή της παραλίας, με τους 2 αιολικούς ανεμόμυλους να στροβιλίζουν τις ακτίνες τους στη μια πλευρά, και από την άλλη, τη μικρή τσιμεντένια προκυμαία, που τσαλαβουτούν παιδιά. Και απέναντι, στη μέση, μέχρι μέσα βαθιά, τα άσπρα αφριστά κυματάκια, τα τόσο τρομακτικά για μένα…
Είχε και ένα ωραίο μπαρ εκεί, χαλαρό. Το παιδί που παίρνει άτσαλα τις παραγγελίες, τσαλαβουτούσε λίγο πριν με τους φίλους του στην προκυμαία. Μας κερνούν κόκκινο σταφύλι. Την επόμενη φορά, ξαπλώνουμε στην ξαπλώστρα της πρώτης σειράς – αφού σε λιώσει ο ήλιος, δροσίζεσαι με παγωτάκι.
Να επιστρέψω στα γαστρονομικά όμως.

Στη Λέρο που λες, μένουν μόνιμα πολλοί ξένοι, και δη Ιταλοί. Η Giusi είναι μια από αυτούς, που τυγχάνει και καλή μαγείρισσα. Να φας πάστα από τα χεράκια της, μμ, βασανιστικό και μόνο να το σκέφτομαι, τώρα που είμαι μακριά… Βραδιές ευωχίας στο πάντα φίσκα εστιατόριο της. Χειροποίητα και τα ιταλικά γλυκά! Εκείνο το σεμιφρέντο φταίει που στένεψε το σορτσάκι, σι, αμόρε μίο.
Ωραίο το φαγάκι και τα θαλασσινά στο Μύλο, στην Αγία Μαρίνα, ωστόσο το δυνατότερο χαρτί του εστιατορίου αυτού νομίζω πως είναι η τοποθεσία, πάνω στο κύμα, με θέα τα σκάφη απέναντι. Στο μισό μέτρο από το κύμα είναι και τα τραπεζάκια του Il Forno, αν και δε λέει κάτι ιδιαίτερο από φαγητό. Χορταίνεις όμως (που λέει ο λόγος) μόνο από τη θέα και το πλατς-πλουτς της θάλασσας στα πόδια σου.
Κι αν αργήσουν να έρθουν οι παραγγελίες, παίζεις και ένα Γκρινιάρη, από την μεταλλική συσκευασία-δωράκι της Ελευθεροτυπίας.
Μόνο να μην είχα όλο τον κόσμο να μου λέει τώρα που γύρισα, ότι «δεν μαύρισα και πολύ τελικά», τι καλά που θα ήταν…



Πέμπτη 14 Αυγούστου 2008

Δεκαπενταύγουστος

Ψυχή στην Αθήνα.
Λίγο μετά τις 8.30 αρχίζουν και κλείνουν τα καταστήματα, όσα ήταν ανοιχτά.
Ανηφορίζεις στο Κολωνάκι και ακούς μόνο τον ήχο σιδερένιων ρολών που σκάνε στο πεζοδρόμιο με θόρυβο. Κλειστά λόγω θέρους.
Νομίζεις ότι πρωταγωνιστείς σε γουέστερν, πίσω από τα κλειστά πατζούρια σε παρακολουθούν ζευγάρια ματιών και στους δρόμους κυλάνε μπάλες από άχυρα, καθώς τα παρασέρνει ο αέρας στην ερημιά (κλεμμένο αυτό).
Με το τουφέκι ψάχνεις ανοιχτό μαγαζί να κάτσεις για ένα καφέ – πού; στη Σκουφά! Ναι, και το Ρόουζμπαντ κλειστό. Ο πεζόδρομος των Δελφών ωστόσο δεν σε απογοητεύει ποτέ (ε ρε αυτός ο πεζόδρομος!), στάση εκεί για ανεφοδιασμό, ποτά, βεσέ και τέτοια, μέχρι να βρούμε κάποιο ξεστρατισμένο καραβάνι να μας κατεβάσει μέχρι Ομόνοια…
(Ο ταξιτζής ακούει John Legend και Nelly Furtado, γιατί όχι; Κανένα φανάρι δεν μας πετυχαίνει, οι δρόμοι είναι αδειανοί, σφαίρα μέχρι το σπίτι, κι αύριο στο τρένο, θα είμαι σαν στο σαλόνι του σπιτιού μου, άνετα…).