Παρακολουθώντας τη Μαρία Αντουανέττα της Sofia Coppola, συνειδητοποίησα ότι είναι μεγάλη αδικία να διαφημίζονται και να βγαίνουν στις αίθουσες επίπεδα και ανέμπνευστα φιλμ τύπου «Τα Φαντάσματα του Γκόγια» και να μένουν στα ράφια των βίντεο κλαμπ ταινίες σαν το Marie Antoinette.
Με μουσική υπόκρουση Bow Wow Wow και Siouxsie and the Banshees, αισθητική Sex Pistols meets Lily Allen και ένα άγγιγμα νέο-χίπικης διάθεσης, με έκανε να αισθανθώ μέρος της εποχής, παρατηρητής εκ των έσω, έστω κατώτερη κυρία επί των τιμών της Αυλής (που δεν έχει δικαίωμα να αγγίζει τη Βασίλισσα, μόνο να είναι στο ίδιο δωμάτιο με αυτή και να την βλέπει από μακριά).
Η Kirsten Dunst είναι σαν ζωγραφιά στην ταινία, τόσο χαριτωμένη, όμορφη, γλυκιά, χαμογελαστή (αν και όχι πάντα χαρούμενη), λεπτεπίλεπτη. Είναι καλή όχι μόνο στις grandes σκηνές, με τα χτενίσματα-πολυκατοικίες και τα χρυσοποίκιλτα ενδύματα, αλλά και στις «μικρότερες», όταν αποχωρίζεται τους δικούς της, όταν πρέπει να αποδεχτεί το άξενο πρωτόκολλο των Βερσαλλιών, όταν κλαίει που ο Λουδοβίκος δεν την πλησιάζει, και αρκετές άλλες.
Η ταινία πήρε Όσκαρ κοστουμιών, τα λόγια είναι περιττά για τη δουλειά της Milena Canonero, αλλά και όλα τα συστατικά του περιβάλλοντος χώρου είναι νόστιμα και αρκούντως βασιλικά: τα έπιπλα, τα σερβίτσια, τα υπέροχα γλυκά που οι γαλαζοαίματοι τσάκιζαν απροκάλυπτα, σε διάφορα σχήματα και χρώματα, οι αχανείς κήποι, τα λουλούδια και φυσικά τα χτενίσματα και τα βαψίματα των προσώπων, που αποτελούν αυτοδύναμα στοιχεία της σκηνογραφίας.
Μαμά της Αντουανέττας στην ταινία είναι η Marianne Faithfull, αλλά εκτός από τη Dunst, πιο πολύ μου άρεσε ο Steve Coogan στο ρόλο του πρέσβη-πιστού συμβούλου της Αντουανέττας.
Πάνω απ’όλα, μου άρεσε που η ταινία δεν είναι διδακτικά ιστορική, αλλά ένα ψυχανέμισμα της ζωής ενός πολυσυζητημένου ιστορικού προσώπου.
Με μουσική υπόκρουση Bow Wow Wow και Siouxsie and the Banshees, αισθητική Sex Pistols meets Lily Allen και ένα άγγιγμα νέο-χίπικης διάθεσης, με έκανε να αισθανθώ μέρος της εποχής, παρατηρητής εκ των έσω, έστω κατώτερη κυρία επί των τιμών της Αυλής (που δεν έχει δικαίωμα να αγγίζει τη Βασίλισσα, μόνο να είναι στο ίδιο δωμάτιο με αυτή και να την βλέπει από μακριά).
Η Kirsten Dunst είναι σαν ζωγραφιά στην ταινία, τόσο χαριτωμένη, όμορφη, γλυκιά, χαμογελαστή (αν και όχι πάντα χαρούμενη), λεπτεπίλεπτη. Είναι καλή όχι μόνο στις grandes σκηνές, με τα χτενίσματα-πολυκατοικίες και τα χρυσοποίκιλτα ενδύματα, αλλά και στις «μικρότερες», όταν αποχωρίζεται τους δικούς της, όταν πρέπει να αποδεχτεί το άξενο πρωτόκολλο των Βερσαλλιών, όταν κλαίει που ο Λουδοβίκος δεν την πλησιάζει, και αρκετές άλλες.
Η ταινία πήρε Όσκαρ κοστουμιών, τα λόγια είναι περιττά για τη δουλειά της Milena Canonero, αλλά και όλα τα συστατικά του περιβάλλοντος χώρου είναι νόστιμα και αρκούντως βασιλικά: τα έπιπλα, τα σερβίτσια, τα υπέροχα γλυκά που οι γαλαζοαίματοι τσάκιζαν απροκάλυπτα, σε διάφορα σχήματα και χρώματα, οι αχανείς κήποι, τα λουλούδια και φυσικά τα χτενίσματα και τα βαψίματα των προσώπων, που αποτελούν αυτοδύναμα στοιχεία της σκηνογραφίας.
Μαμά της Αντουανέττας στην ταινία είναι η Marianne Faithfull, αλλά εκτός από τη Dunst, πιο πολύ μου άρεσε ο Steve Coogan στο ρόλο του πρέσβη-πιστού συμβούλου της Αντουανέττας.
Πάνω απ’όλα, μου άρεσε που η ταινία δεν είναι διδακτικά ιστορική, αλλά ένα ψυχανέμισμα της ζωής ενός πολυσυζητημένου ιστορικού προσώπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου