Στην αρχή, μπορεί και να νομίσεις ότι η ταινία είναι λίγο κωμωδία, ελαφρώς σάτιρα, άντε κομεντί στο πιο βαρύ. Ο γερο-Κλιντ είναι το γεροστραβάδι της γειτονιάς, ο γεροπαράξενος πατέρας, άχαρος παππούς, αγέλαστος οικοδεσπότης. Στο πρώτο μέρος όλα κυλάνε ήρεμα, πολύ διαλογικά, σαν θεατρικό έργο. Αναρωτιέσαι αν βλέπεις σινεμά και δη αμερικάνικο.
Μερικά πράγματα τα έχεις ξαναδεί, ενδεχομένως και να τα έχεις ξανακούσει. Κάποιοι από τους ηθοποιούς που παίζουν τους Χμονγκ δεν παίζουν και τόσο καλά, είναι ερασιτέχνες ή και γω δεν ξέρω τι. Ο Κλιντ είναι σαν να παίζει τον εαυτό του ή κάπως έτσι.
Παρόλαυτά, η ταινία σε τυλίγει και σε φέρνει στον κόσμο της, σε διαπερνά. Σιγά σιγά γίνεσαι πια ένας από τους μετανάστες, κοιτάς και συ περίεργα τον γκριζομάλλη λευκό που εισχωρεί στη γιορτή σου, χαζεύεις το καλογυαλισμένο αυτοκίνητό του, αναρωτιέσαι ποια θα είναι η επόμενη κίνησή του.
Υπήρχαν σημεία στην ταινία που έλεγα, πω πω, τώρα θα γίνει τελείως μελούρα και θα ξενερώσω. Όπως στην επίσκεψη του γιού στα γενέθλια του πατέρα. Ή εκεί που πήγε να εξομολογηθεί στην εκκλησία. Ή εκεί που πήρε τηλέφωνο τον γιό του, αλλά ήξερες ότι τελικά δεν θα τον εμπιστευτεί να του πει το πρόβλημά του. Πώς είναι κάτι κινούμενα σχέδια που πεταρίζουν τα βλεφαράκια τους και εσύ λες «α, τι γλυκούλια»; Έτσι ένιωσα αρκετές φορές παρακολουθώντας το “Gran Torino”.
Θέλω να πω, νιώθω μερικές φορές ότι αυτός ο τύπος μας δουλεύει ψιλό γαζί, είναι ένας σκεπτόμενος σκηνοθέτης ή ένας πανέξυπνος (αλλά λιγότερο συντηρητικός;) Φώσκολος;
Προς το παρόν, παραδέχομαι ότι η ταινία μου άρεσε, πάρα πολύ. Η νωχελική σκηνοθεσία, η μουσική, η αβίαστη ροή που ωστόσο πιέζει τα γεγονότα να φτάσουν στο αγωνιώδες τέλος τους.
Σε κάνει να βλέπεις vintage αυτοκίνητο τύπου ford gran torino και να βουρκώνεις στην ανάμνηση. (Και, καλά να πάθει η εγγονή του, πήγαινε γυρεύοντας…)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου