Στους περίεργους καιρούς που ζούμε έλεγα ότι φέτος κανένας γονιός δεν θα αφήσει το παιδί του να πάει να πει κάλαντα σε ξένα σπίτια. Παρόλαυτά, το κουδούνι χτύπησε το πρωί. Από το ματάκι είδα (σε χαμηλότερο ύψος από αυτό του ματιού) 3 αγιοβασιλιάτικα σκουφιά να περιμένουν. Ε, ας ανοίξω. Μέχρι να βρω κλειδιά και τα λοιπά, ο χρόνος κύλισε και τα σκουφιά εξαφανίστηκαν προς τις σκάλες εξόδου, αλλά μόλις άκουσαν την πόρτα να ανοίγει τελικά, επέστρεψαν.
Στο τρένο πάντως πολλά παιδιά (μεγαλύτερα και μικρότερα) είπαν τα κάλαντα, η κρίση κατεργάζεται τρόπους αναζήτησης έστω και αυτού του ελάχιστου εισοδήματος, σκέφτηκα. Αλλά ποιος έδωσε χρήματα; Σχεδόν κανείς (ούτε κι εγώ). Δεν είχα ψιλά, αλλά κι αν είχα, αισθάνομαι περίεργα να βγάζω πορτοφόλια και να ψάχνω για λεφτά μέσα σε ένα αρκετά γεμάτο τρένο. Τελοσπάντων, το θέμα ήταν η αντίδραση των επιβατών. Κλασικά, πάντα θα υπάρχει κάποια ξινή και στρίτζω «τύπου» καθηγήτρια/δασκάλα, που θα κάνει μορφασμό αποτροπιασμού επειδή το παιδί που έλεγε τα κάλαντα λανθασμένα είπε «οι ουρανοί αγάλλοντες» αντί για το σωστό «αγάλλονται». Αλλά κι έτσι βγαίνει νόημα εδώ που τα λέμε, και έχουμε ακούσει και χειρότερα λάθη. Ή και καθόλου λόγια, όπως στην περίπτωση της τσιγγάνας που είχε ντύσει άγιο βασίλη το παιδί της, το οποίο δεν ήξερε γρι από τους στίχους, και γρύλιζε κάποια επιφωνήματα με μια υποτυπώδη μελωδία στο υπόβαθρο. Μάνα και παιδί κρατημένοι από το χέρι, περιφέρονταν από θέση σε θέση, αλλά εις μάτην.
Το παιδί εκείνο που έκανε το λάθος, ήταν το πρώτο που μπήκε στο βαγόνι, κι έτσι κάτι κατάφερε να μαζέψει από ψιλά. Μετά όμως μπήκαν τρία μαζί μαντραχαλάκια, που ενώ το τρένο επιβράδυνε για να σταματήσει στο σταθμό, κάθονταν με τα πόδια πάνω στις καρέκλες και κοίταζαν ζαμανφουτίστικα το υπερπέραν. Μπήκαν στο τρένο κι άρχισαν ένα γκάρισμα αντί για τραγούδι. Το πρώτο παιδί απογοητεύτηκε που μπήκαν κι άλλοι στην πιάτσα και είπε «πάμε στο επόμενο, εδώ δεν έχει άλλο», γιατί εντωμεταξύ είχε ήδη προηγηθεί και η τσιγγάνα με τον μικρό αγιοβασίλη.
Στην επόμενη στάση μπήκε ένα τσούρμο από παιδιά με τρίγωνα που βαρούσαν ασύστολα, δεν μπορούσες να καταλάβεις τι έλεγαν, ήταν και η προφορά τους ξενική. Στη μεθεπόμενη στάση κατέβηκα, ακούγοντας στην άλλη πλευρά της αποβάθρας ένα ντουέτο από δυο νεαρούς να παίζουν τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Ο ένας βάραγε ένα ταμπούρλο και ο άλλος έπαιζε ένα είδος φλογέρας. Αυτοί δεν τραγουδούσαν. Πιο μετά, σ’ένα μαγαζί στο κέντρο, μπήκαν δυο παιδιά και ρώτησαν τις πωλήτριες «να τα πούμε;» αλλά εκείνες απάντησαν «μας τα έχουν πει πολλές φορές σήμερα» και τα παιδιά έφυγαν.
Στο Σύνταγμα η απογοήτευση είναι τρομερή, ακριβής αντικατοπτρισμός της γενικότερης κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης. Κόσμος μπαινοβγαίνει λόγω του μετρό, δεν υπάρχει όμως κάποιος που να έχει κατέβει για χάζι και βόλτα, όπως άλλες χρονιές. Ένας άνθρωπος ντυμένος με μια τρομακτική εκδοχή της στολής του Γκάμι Μπέαρ περιμένει άπρακτος να φωτογραφηθεί με τα ανύπαρκτα παιδιά. Πιο κάτω, ένας άλλος έχει ντυθεί άγιος βασίλης και περιμένει με ένα πόνι μπας και τον προτιμήσουν για την αναμνηστική εορταστική φωτογραφία. Στο έδαφος βρωμιά, κοιτάω επάνω, μόνο ένα δέντρο έχει φωτάκια. Ψεύτικο-υπερπαραγωγή δεν στόλισαν φέτος, ευτυχώς. Αλλά και το απόλυτο τίποτα κάπως σου κάθεται βαρύ στο στήθος. Θα μου πεις, να ήταν μόνο η έλλειψη διακόσμησης που μας βαραίνει, καλά θα'μασταν.
Η Ερμού ψιλοάδεια, τα καφέ κάθε άλλο παρά φίσκα γιορτινές μέρες, έχουν κι απεργία τα λεωφορεία σήμερα - ουφ πόνεσε το κεφάλι μου.
Στο τρένο της επιστροφής, μια παρέα μαθητών μιλάει για γκόμενες, επιδόσεις κινητών και τις πιο φοβιστικές σκηνές σε θρίλερ. Κανονίζουν να δουν καμιά ταινία λίγο αργότερα, ενώ αύριο θα πάνε σε πάρτι σ'ένα σπίτι στο Λυκαβηττό. Κατευθύνονται προς το Mall, πού αλλού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου