Από όσα ακούω και διαβάζω γύρω μου, μάλλον πρέπει να είμαι από τους λίγους ανθρώπους που μου αρέσουν τα τραγούδια της Μαντόνα.
Τα τραγούδια, ξαναλέω. Όχι το ίματζ, τα βίντεο, οι δηλώσεις, οι ταινίες, κλπ, αλλά τα τραγούδια. Με έχουν κατακρίνει άπειρες φορές γιαυτό, και σαν ενοχικός τύπος που είμαι, έχω ξεκινήσει άπειρες συζητήσεις προκειμένου να επιδείξω τις μουσικές μου γνώσεις σχετικά με άλλα είδη, υπο-είδη, άλλες εθνικότητες και άλλους καλλιτέχνες. Σε ανθρώπους μάλιστα, που ζήτημα είναι να γνωρίζουν πάνω από 3 τραγούδια της Μαντόνα, αλλά ακόμα χειρότερα, ζήτημα να γνωρίζουν πάνω από 3 τραγούδια ξένου καλλιτέχνη, όχι απαραίτητα καινούρια, έστω και των Beatles ρε παιδάκι μου.
Τι να κάνω όμως, έχω αυτό το ελάττωμα (εκτός από το να είμαι ενοχική), ακούω Μαντόνα και γουστάρω. Μου δίνουν ενέργεια τα τραγούδια της. Όταν είμαι πεσμένη, αλλά θέλω επιτέλους να κάνω κάτι και να πάρω τα πάνω μου, Μαντόνα ακούω. Τελευταία διαπίστωσα ότι, όταν στο αεροπλάνο έχει αναταράξεις (ή όταν το πλοίο ταρακουνιέται), η μόνη μουσική που με κάνει να καταπολεμήσω το φόβο μου είναι Μαντόνα. Δε με κάνει χαρούμενη ή λυπημένη ή οτιδήποτε, απλά με μεταφέρει αλλού από εκεί που δεν θέλω να είμαι, και το πρόβλημα έστω και για λίγο, λύνεται.
Φαντάσου λοιπόν την κριτική που δέχτηκα φέτος που τόλμησα να δω 2 φορές το σόου της τρέχουσας περιοδείας. Δεν είμαι γκρούπι, δεν είναι το στυλ μου. Απλά, με το που βρήκα εισιτήρια για το Λονδίνο, τα έκλεισα. Τότε μόνο φήμες υπήρχαν για την Αθήνα, καλά κρασιά, τα’χουμε ξανακούσει αυτά. Όταν βγήκαν όμως τα εισιτήρια για εδώ, είναι δυνατόν να την έχανα; Άσε που εδώ θα είχα την ευκαιρία να είμαι στην αρένα να χοροπηδάω, ενώ στο Λονδίνο η αρένα είχε ήδη ξεπουλήσει όταν έψαξα εγώ και πήρα εισιτήριο για κερκίδα. Όπως και να’χει, τα βέλη της κριτικής ήταν φαρμακερά: γιατί δεν πήγα και στη συναυλία του Μορικόνε παρακαλώ; Πώς τόλμησα και έδωσα τα ωραία μου λεφτάκια στο καπιταλιστικό τέρας που λέγεται Μαντόνα και όχι στον καλό και αγαθό ιταλό αυτόν κύριο, που είναι και ποιοτικός και όχι ξεπουλημένος σαν το προαναφερθέν νυμφίδιο; Τόλμησα να απαντήσω ότι δεν έχω όρεξη να ξεπαγιάσω καθιστή και ακίνητη στο Ηρώδειο, αλλά όμως, να, ελάτε σπίτι να σας δείξω, έχω σιντί του Μορικόνε και τα βάζω να τα ακούσω στην ηρεμία του καναπέ μου. Πόσες φορές να μαστιγωθώ για το έγκλημα που έκανα να μου αρέσει η Μαντόνα;;; Γιατί είναι τόσο κακό να διασκεδάζει ειλικρινά κανείς; Γιατί είμαστε τόσο περήφανοι και δήθεν, όταν δεν έχουμε να επιδείξουμε έστω κάτι αντίστοιχο καλλιτεχνικά; Μήπως είμαστε λίγο μονόχνωτοι; (βάζω και τον εαυτό μου μέσα).
Άσε δε που, το ότι ακούω τα τραγούδια της Μαντόνα, δεν συνεπάγεται ότι είμαι οπαδός της καμπάλα - γιατί το άκουσα και αυτό! Ούτε έχω καμιά ιδιαίτερη κάψα να βλέπω τους μυς του σώματός της συνέχεια σε κοινή θέα, ούτε θέλω σώνει και καλά να είναι όλοι σφιγμένοι και γραμμωτοί. Δεν θα με ενοχλούσε να δω το μπρατσάκι να κρεμάει, τόσων χρονών είναι πια, έλεος! Και αυτές οι εμμονές με τη θρησκεία τις έχω βαρεθεί – ευτυχώς φέτος δεν έκαψε σταυρούς επί σκηνής. Η σεξουαλική της περσόνα δε με ενοχλεί. Και λίγα κάνει, αλλά έχε χάρη που είναι μάνα πλέον.
Εκείνο που θαυμάζω είναι που είναι ακούραστη, και αυτό δεν μετριέται σε χρόνια και ηλικίες. Μ’αρέσει που της αρέσει να μαθαίνει συνέχεια, που είναι τελειομανής και τόσο σοβαρή στη δουλειά της. Δεν παίρνει τίποτα δεδομένο, και στο ξεκίνημα κάθε νέου εγχειρήματος, θέλει να αποδείξει ξανά πάλι απ’ την αρχή τι μπορεί να κάνει και που μπορεί να φτάσει. Πήξαμε στους ημι-επαγγελματίες και στα «αυθεντικά ταλέντα», ας γελάσω.
Τελοσπάντων, το γεγονός ότι τη βρίσκω ενδιαφέρουσα ως προσωπικότητα, δε σημαίνει ότι ενστερνίζομαι τις απόψεις τις, ούτε ότι γουστάρω όλες τις καλλιτεχνικές τις επιλογές. Επιμένω και επικεντρώνομαι στα τραγούδια. Όντως ο τελευταίος δίσκος ήταν αδύναμος, αλλά όχι κακός. Όπως πάντα, περιέχει μερικά pop-classics και ανυπομονούσα να δω τι έχει κάνει στη συναυλία με αυτά. Και πώς θα έχει πειράξει τα παλιά της τραγούδια επίσης.
Τι να κάνω όμως, έχω αυτό το ελάττωμα (εκτός από το να είμαι ενοχική), ακούω Μαντόνα και γουστάρω. Μου δίνουν ενέργεια τα τραγούδια της. Όταν είμαι πεσμένη, αλλά θέλω επιτέλους να κάνω κάτι και να πάρω τα πάνω μου, Μαντόνα ακούω. Τελευταία διαπίστωσα ότι, όταν στο αεροπλάνο έχει αναταράξεις (ή όταν το πλοίο ταρακουνιέται), η μόνη μουσική που με κάνει να καταπολεμήσω το φόβο μου είναι Μαντόνα. Δε με κάνει χαρούμενη ή λυπημένη ή οτιδήποτε, απλά με μεταφέρει αλλού από εκεί που δεν θέλω να είμαι, και το πρόβλημα έστω και για λίγο, λύνεται.
Φαντάσου λοιπόν την κριτική που δέχτηκα φέτος που τόλμησα να δω 2 φορές το σόου της τρέχουσας περιοδείας. Δεν είμαι γκρούπι, δεν είναι το στυλ μου. Απλά, με το που βρήκα εισιτήρια για το Λονδίνο, τα έκλεισα. Τότε μόνο φήμες υπήρχαν για την Αθήνα, καλά κρασιά, τα’χουμε ξανακούσει αυτά. Όταν βγήκαν όμως τα εισιτήρια για εδώ, είναι δυνατόν να την έχανα; Άσε που εδώ θα είχα την ευκαιρία να είμαι στην αρένα να χοροπηδάω, ενώ στο Λονδίνο η αρένα είχε ήδη ξεπουλήσει όταν έψαξα εγώ και πήρα εισιτήριο για κερκίδα. Όπως και να’χει, τα βέλη της κριτικής ήταν φαρμακερά: γιατί δεν πήγα και στη συναυλία του Μορικόνε παρακαλώ; Πώς τόλμησα και έδωσα τα ωραία μου λεφτάκια στο καπιταλιστικό τέρας που λέγεται Μαντόνα και όχι στον καλό και αγαθό ιταλό αυτόν κύριο, που είναι και ποιοτικός και όχι ξεπουλημένος σαν το προαναφερθέν νυμφίδιο; Τόλμησα να απαντήσω ότι δεν έχω όρεξη να ξεπαγιάσω καθιστή και ακίνητη στο Ηρώδειο, αλλά όμως, να, ελάτε σπίτι να σας δείξω, έχω σιντί του Μορικόνε και τα βάζω να τα ακούσω στην ηρεμία του καναπέ μου. Πόσες φορές να μαστιγωθώ για το έγκλημα που έκανα να μου αρέσει η Μαντόνα;;; Γιατί είναι τόσο κακό να διασκεδάζει ειλικρινά κανείς; Γιατί είμαστε τόσο περήφανοι και δήθεν, όταν δεν έχουμε να επιδείξουμε έστω κάτι αντίστοιχο καλλιτεχνικά; Μήπως είμαστε λίγο μονόχνωτοι; (βάζω και τον εαυτό μου μέσα).
Άσε δε που, το ότι ακούω τα τραγούδια της Μαντόνα, δεν συνεπάγεται ότι είμαι οπαδός της καμπάλα - γιατί το άκουσα και αυτό! Ούτε έχω καμιά ιδιαίτερη κάψα να βλέπω τους μυς του σώματός της συνέχεια σε κοινή θέα, ούτε θέλω σώνει και καλά να είναι όλοι σφιγμένοι και γραμμωτοί. Δεν θα με ενοχλούσε να δω το μπρατσάκι να κρεμάει, τόσων χρονών είναι πια, έλεος! Και αυτές οι εμμονές με τη θρησκεία τις έχω βαρεθεί – ευτυχώς φέτος δεν έκαψε σταυρούς επί σκηνής. Η σεξουαλική της περσόνα δε με ενοχλεί. Και λίγα κάνει, αλλά έχε χάρη που είναι μάνα πλέον.
Εκείνο που θαυμάζω είναι που είναι ακούραστη, και αυτό δεν μετριέται σε χρόνια και ηλικίες. Μ’αρέσει που της αρέσει να μαθαίνει συνέχεια, που είναι τελειομανής και τόσο σοβαρή στη δουλειά της. Δεν παίρνει τίποτα δεδομένο, και στο ξεκίνημα κάθε νέου εγχειρήματος, θέλει να αποδείξει ξανά πάλι απ’ την αρχή τι μπορεί να κάνει και που μπορεί να φτάσει. Πήξαμε στους ημι-επαγγελματίες και στα «αυθεντικά ταλέντα», ας γελάσω.
Τελοσπάντων, το γεγονός ότι τη βρίσκω ενδιαφέρουσα ως προσωπικότητα, δε σημαίνει ότι ενστερνίζομαι τις απόψεις τις, ούτε ότι γουστάρω όλες τις καλλιτεχνικές τις επιλογές. Επιμένω και επικεντρώνομαι στα τραγούδια. Όντως ο τελευταίος δίσκος ήταν αδύναμος, αλλά όχι κακός. Όπως πάντα, περιέχει μερικά pop-classics και ανυπομονούσα να δω τι έχει κάνει στη συναυλία με αυτά. Και πώς θα έχει πειράξει τα παλιά της τραγούδια επίσης.
Α, ναι, γιατί αυτό είναι επίσης κάτι που αναγνωρίζω, αλλά και που μου αρέσει στη Μαντόνα, ότι οι συναυλίες της έχουν μια κεντρική ιδέα, ένα κόνσεπτ. Κοριτσίστικο, απλοϊκό, κοντράροντας σε σημεία με θέματα πέραν του δικού της «πνευματικού» βεληνεκούς (χα!), αλλά πάντως η ιδέα υπάρχει, και επομένως, το βρίσκω ωραίο ότι για 2 ώρες θα παρακολουθήσεις μια ιστορία, θα εισχωρήσεις σε ένα φανταστικό κόσμο, σε μια multimedia παράσταση.
Μέχρι να σηκωθεί η αυλαία στο Λονδίνο, είχα ψοφήσει από το άγχος μη γίνει κάτι και ακυρωθεί η συναυλία, μη σου πω και η περιοδεία. Ξέρω γω, μεγάλη γυναίκα είναι, αν ξυπνήσει ένα πρωί και δεν αισθανθεί καλά; (χτύπα ξύλο). Για μένα, δεν το συζητώ, και με σπασμένο πόδι, θα έτρεχα. Με εντυπωσίασε που στην κραταιά πρωτεύουσα, που οι άνθρωποι έχουν τόσες άλλες επιλογές διασκέδασης και τόσα απίστευτα δρώμενα να συμβαίνουν, το στάδιο ήταν φίσκα. Και η Μαντόνα μου φάνηκε αγχωμένη. Σαν να ανησυχούσε αν θα τα βγάλει πέρα, αν το κοινό θα είναι θερμό, αν θα την αποδεχτούν οι «συντοπίτες» της.
Αλλά τα έδωσε όλα στη σκηνή, χόρεψε φανταστικά, χτυπήθηκε κάτω, έπαιξε κιθάρα, τραγούδησε στα όρια του έτσι κι αλλιώς περιορισμένου εύρους της φωνής της, αλλά με την ψυχή της, τα’παιξε στιγμιαία όταν ξέχασε μερικούς στίχους από το Like a Prayer, όμως συνέχισε ακάθεκτη, χαμογέλασε και χαλάρωσε λίγο την ώρα που το κοινό τραγούδησε το Express Yourself, καθώς αυτό-σατιρίστηκε που έχασε τα λόγια της προηγουμένως.
Μέχρι να σηκωθεί η αυλαία στο Λονδίνο, είχα ψοφήσει από το άγχος μη γίνει κάτι και ακυρωθεί η συναυλία, μη σου πω και η περιοδεία. Ξέρω γω, μεγάλη γυναίκα είναι, αν ξυπνήσει ένα πρωί και δεν αισθανθεί καλά; (χτύπα ξύλο). Για μένα, δεν το συζητώ, και με σπασμένο πόδι, θα έτρεχα. Με εντυπωσίασε που στην κραταιά πρωτεύουσα, που οι άνθρωποι έχουν τόσες άλλες επιλογές διασκέδασης και τόσα απίστευτα δρώμενα να συμβαίνουν, το στάδιο ήταν φίσκα. Και η Μαντόνα μου φάνηκε αγχωμένη. Σαν να ανησυχούσε αν θα τα βγάλει πέρα, αν το κοινό θα είναι θερμό, αν θα την αποδεχτούν οι «συντοπίτες» της.
Αλλά τα έδωσε όλα στη σκηνή, χόρεψε φανταστικά, χτυπήθηκε κάτω, έπαιξε κιθάρα, τραγούδησε στα όρια του έτσι κι αλλιώς περιορισμένου εύρους της φωνής της, αλλά με την ψυχή της, τα’παιξε στιγμιαία όταν ξέχασε μερικούς στίχους από το Like a Prayer, όμως συνέχισε ακάθεκτη, χαμογέλασε και χαλάρωσε λίγο την ώρα που το κοινό τραγούδησε το Express Yourself, καθώς αυτό-σατιρίστηκε που έχασε τα λόγια της προηγουμένως.
Στο τέλος, γυρίζοντας, είχα μόνο Μαντόνα στο μυαλό. Το είχα γράψει και σε άλλο ποστ, στις συναυλίες είναι ικανή ακόμα και χαζά τραγούδια να τα κάνει ηχητικό γεγονός. Μου άρεσε αυτό που είδα και αυτό που άκουσα, ενθουσιάστηκα και με τον κόσμο, πήρα και τα σουβενίρ μου, πέρασα πολύ ωραία.
Απορώ πάντως πώς θα τα βγάλει πέρα με τέτοιο σόου μέχρι το Δεκέμβριο, που έχει να πάει σε τόσα μέρη! Στην Ελλάδα τα ίδια έκανε, δεν μας έριξε καθόλου – και δεν ξέχασε και στίχους! Εδώ που την είδα από πιο κοντά, μου φάνηκε πολύ όμορφη. Τολμώ να πω και γλυκιά. Ξετρελάθηκα με το πόσο αεικίνητη είναι. Μετάνιωσα εκατό φορές που δεν πήγα από πιο νωρίς στο στάδιο, για να είμαι ακόμα πιο κοντά στη σκηνή. Ωστόσο, πήρα αυτό που ήθελα από τη συναυλία, χάζεψα με τα ωραία γραφικά, ζήλεψα τα απίθανα χορευτικά, ζήλεψα που δεν μπορώ να βάλω και γω τέτοιο κόκκινο σορτσάκι, αλλά και οπωσδήποτε στρίγκλιξα και τραγούδησα, χόρεψα και εκτονώθηκα, αυτή τη φορά βλέποντας Τη Μαντόνα ζωντανά απέναντί μου, όχι απλά σαν μια φιγούρα στην οθόνη. Μου άρεσε το “game over” στο τέλος, ήταν έξυπνο και παιχνιδιάρικο. Φυσικά και θα ήθελα κι άλλο, αλλά ποιόν κοροϊδεύω, η Μαντόνα είναι πανταχού παρούσα εκεί έξω, με φωτογραφίες, video clip, βραβεία, παπαρολογίες, όρεξη να’χεις, δεν θα χορτάσεις.
Το θέμα τώρα είναι, ποιο το επόμενό της βήμα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου